Δεντρώδη και θαμνώδη φυτά χωριού Πρόσβορο
Δημήτριος Η. Τσακστάρας
Επιμέλεια: Π. Λόλας
1. Quercus frainetto ή Quercus conferta->Δρύς η πλατύφυλλη ή πυκνανθής
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:Είναι δένδρο συνήθως μέτριο σε ύψος (20-25μ.) με διάμετρο που ξεπερνά το 1μ., κόμη πυκνή ωοειδή μέχρι στρογγυλή, ξηρόφλοιο σχισμένο, με μικρά στρογγυλά λέπια από το δέκατο χρόνο. Είναι είδος ημισκιόφυτο, υγροβιοτερο και ψυχροβιοτερο της Q. pubescens , βραδυαυξές σε μικρή ηλικία με έντονη πρεμνοβλαστικότητα. Απαιτεί συνήθως βαθιά νωπά και γόνιμα εδάφη.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ:Εξαπλωμένη σε όλη τη χώρα σε υψόμετρο (350-1000μ.) ακόμη και σε μικτές συστάδες μαύρης πεύκης κι ελάτης.
ΦΥΛΛΑ:Τα φύλλα είναι αντίστροφα ωοειδή, βραχύμισχα, μεγάλα (10-18 εκ.) με στενή ωοειδή βάση, λοβωτές παρυφές, λοβούς απεστρογγυλωμένους και κόλπους μικρούς ή μεγάλους, που μπορεί να φθάνουν μέχρι το μεσαίο νεύρο και φαίνονται παράλληλοι μεταξύ τους.
ΑΝΘΗ:Τα θηλυκά άνθη είναι πολλά μαζί σε κοντό και πλατύ ποδίσκο και ωοθήκη με στύλο σχισμένο σε 3-4 γλωσσοειδή στίγματα.
ΚΑΡΠΟΣ:Ο καρπός είναι μονόσπερμο κυπελλοφόρο κάρυο, με απόδισκο ημικυκλικό και με λογχοειδή τριχωτά λέπια κύπελλο, που καλύπτει κατά το 1/3 και περισσότερο το σπέρμα
2. Quercus coccifera->Πρίνος –Πουρνάρι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:Το πουρνάρι είναι αείφυλλος θάμνος ή δένδρο (10-20μ) με κόμη στρογγυλή, ξηρόφλοιο σταχτοκαστανό, ριζικό σύστημα πασσαλώδες ισχυρό και έντονη παραβλαστικότητα. Είναι θερμόβιο, φωτόφιλο και λιτοδίαιτο είδος, που μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και σε βραχώδεις ασβεστολιθικές εκτάσεις
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ:Στη χώρα μας το συναντάμε σε όλες τις περιοχές στη φυτοδιάπλαση των αειφύλλων πλατυφύλλων και στη θερμότερη περιοχή των φυλλοβόλων πλατυφύλλων.
ΦΥΛΛΑ:'Εχει φύλλα μικρόμισχα κατ' εναλλαγή, μικρά, 2-4μ., δερματώδη σκληρά συνήθως ωοειδή, μέχρι στενά ωοειδή, με αποστρογγυλωμένη βάση, κορυφή αγκαθωτή και παρυφές κυμματοειδείς, αγκαθωτά οδοντωτές ή λειόχειλες. Τα φύλλα των παραβλαστημάτων είναι συνήθως πιο μεγάλα με ποικιλόμορφες παρυφές.
ΑΝΘΗ:Τα άνθη είναι μονογενή. Τα αρσενικά κατά κρεμάμενους πρασινωπούς ίουλους, και τα θηλυκά μεμονωμένα, ή ανά 2 απόδισκα στις μασχάλες των φύλλων. Άνθηση Απρίλιο - Μάϊο.
ΚΑΡΠΟΣ:Ο καρπός ωριμάζει το δεύτερο χρόνο, έχει κύπελλο απόδισκο ημικυκλικό με όρθια λέπια, που καλύπτει το σπέρμα μέχρι τη μέση και έχει σπέρματα οξυκόρυφα, επιμήκη ή πλατιά, κυλινδρικά, που καταλήγουν σε ακίδα.
'Οταν βόσκεται ,παραμένει θάμνος, ενώ σε αντίθετη περίπτωση και σε καλά εδάφη γίνεται πλατύκομο επιβλητικό δένδρο. Βραδυαυξές είδος με ξύλο όμοιο με του φιλικιού. 'Ενα άλλο είδος δρυός όμοιο με το πουρνάρι που το συναντάμε σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία) αλλά και στην Τυνησία, Μαρόκο και Αλγέρι καλλιεργείται για τον φλοιό του και είναι η Φελλοδρύς - Quercus Subet L.
3. Quercus macrolepis-> αλανιδιά, Δρύς η μακρολεπία
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Eίναι δένδρο με κόμη περίπου ημικυκλική, χονδρά κλαδιά, ξηρόφλοιο βαθύ καστανό και βαθιά σχισμένο.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Η βαλανιδιά είναι θερμο - ξηρόβιο και φωτόφιλο είδος αναπτυσσόμενο σε μέτρια ή αβαθή εδάφη ή θερμές ηλιαζόμενες θέσεις στη ζώνη των αειφύλλων πλατυφύλλων και τη θερμότερη περιοχή της ζώνης των φυλλοβόλων πλατυφύλλων σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.
ΦΥΛΛΑ: Τα φύλλα είναι δερματώδη μικρόμισχα, ωοειδή μέχρι επιμήκως ωοειδή, με βάση απεστρογγυλεμένη και παρυφές κολπωτά οδοντωτές. Τα δόντια καταλήγουν σε ακίδα και τα νεαρά φύλλα φέρουν πυκνό πίλημα και στις δύο πλευρές από τις οποίες η πάνω αργότερα παραμένει γυμνή.
ΑΝΘΗ: Τα άνθη είναι μονογενή. Τα αρσενικά κατά κρεμάμενους πρασινωπούς ίουλους, και τα θηλυκά μεμονωμένα, ή ανά 2-3 σε σχεδόναπόδισκακεφάλαια.
ΚΑΡΠΟΣ: Ο καρπός είναι πλατύς με κύπελλο μεγάλο απόδισκο ή σχεδόν απόδισκο, που καλύπτει περίπου μέχρι το μέσο το σπέρμα και φέρει λέπια μεγάλα γλωσσοειδή, που μπορεί να στρέφονται προς τα πάνω ( Q. aegilops var. typica) η προς τα πίσω, (Q. aegilops var. macrolepis).
4. Pinus nigra->Μαύρη πεύκη
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η μαύρη πεύκη ή μαυρόπευκο (επιστημονική ονομασία Pinus nigra) είναι ένα ψηλό δέντρο που φτάνει σε ύψος και τα 45 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά και οι βελόνες του μετρίου μεγέθους. Απαντάται στη νότια Ευρώπη και στα βουνά των βόρειων Αφρικανικών χωρών, με μεγάλη ενδοειδική ποικιλότητα. Το ξύλο του έχει ερυθρωπό χρώμα εσωτερικά, είναι καλής ποιότητας, χρησιμοποιείται στις οικοδομές, στη ναυπηγική και σαν στύλος στήριξης καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος.Η μαύρη πεύκη είναι ένα
μεγάλο αειθαλές δέντρο, με ύψος 20-55 μέτρα κατά την ωριμότητα. Ο φλοιός είναι γκρι προς κίτρινο-καφέ και χωρίζεται με λωρίδες σε φολιδωτές πλάκες. Η μαύρη πεύκη αναπτύσσεται με μέτρια ταχύτητα, περίπου 30 με 70 εκατοστά κάθε χρόνο. Συνήθως έχει μια στρογγυλή, κωνική κόμη, που γίνεται ακανόνιστη καθώς αναπτύσσεται. Το δέντρο μπορεί να ζήσει αρκετά χρόνια, με κάποια δέντρα να έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 500 ετών. Χρειάζεται άφθονο φως για να αναπτυχθεί σωστά και δεν ανέχεται την σκιά (φωτόφυτο), ενώ είναι ανθεκτική στο κρύο και τον παγετό
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Η μαύρη πεύκη αναπτύσσεται στην Ελλάδα σε ορεινά και ημιορεινά εδάφη, με υψόμετρο από 400 μέχρι 1800 μέτρα, σε ασβεστολιθικά και οφιολιθικά εδάφηπετρώματα με αυξημένη υγρασία. Βρίσκεται σε δάση στην οροσειρά της Πίνδου, στα βουνά της Μακεδονίας και στην Πελοπόνησσο, ενώ λίγες υπάρχουν και στα βουνά της Κρήτης και στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου Λέσβο, Θάσο και Σάμο. Μια ιδιαίτερη εξαίρεση είναι το παράκτιο δάσος μαύρης πεύκης στα Πετρωτά Αλεξανδρούπολης, το οποίο αποτελείται από δέντρα νάνους.
ΦΥΛΛΑ-ΒΕΛΟΝΕΣ: Τα φύλλα («πευκοβελόνες») είναι πιο λεπτά και πιο ευέλικτα στους δυτικούς πληθυσμούς.
ΚΩΝΟΙ: Οι κώνοι γύρης και σπερμάτων εμφανίζονται από το Μάιο έως τον Ιούνιο. Οι ώριμοι κώνοι έχουν μήκος 5 με 10 εκατοστά και έχουν στρογγυλοποιημένες φολίδες. Καθώς ωριμάζουν, το χρώμα τους μεταβάλλεται από πράσινο σε γκρι ή απαλό κίτρινο από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο, περίπου 18 μήνες μετά από τη γονιμοποίηση. Οι σπόροι είναι σκούροι γκρι, με μήκος 6 έως 8 χιλιοστά, με ένα κίτρινο φτερό μήκους 20-25 χιλιοστών που βοηθά την εναέρια εξάπλωσή τους όταν οι κώνοι ανοίγουν, από τον Δεκέμβριο ως τον Απρίλιο. Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται στα 15 με 40 χρόνια, με τα δέντρα να εμφανίζουν ένα μέγιστο στην παραγωγή σπόρων κάθε 2 με 5 χρόνια. Οι σπόροι δεν μπαίνουν σε λήθαργο και η βλάστησή τους αρχίζει την ίδια άνοιξη που απελευθερώθηκαν από τον κώνο.
5. Pyrus pyraster->Αχλαδιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:Η αχλαδιά ή απιδιά είναι οπωροφόρο και ανήκει στην τάξη Ροδώδη και στην οικογένεια των και καλλιεργείται δε σε όλες τις εύκρατες χώρες.
Κατάγεται από τις περιοχές γύρω από την Κασπία θάλασσα και βρέθηκε στην Ελλάδα από τα αρχαία χρόνια. Στην Ευρώπη καλλιεργείται από το 17ο αιώνα.
Το έδαφος πρέπει να είναι ελαφρύ και δροσερό ενώ αργιλώδη εδάφη είναι απαγορευτικά στην ανάπτυξη του δέντρου. Συνήθως σε ένα στρέμμα μπορούν να φυτευτούν 15-25 δέντρα αλλά σε μη ζωηρές ποικιλίες μπορούμε να δούμε και 100 δέντρα ανά στρέμμα. Όταν δεν υπάρχει αρκετή υγρασία ή ικανοποιητικός αριθμός βροχοπτώσεων τότε χρειάζεται πότισμα γιατί το δέντρο είναι ευαίσθητο στην ξηρασία.
ΆΝΘΗ: Λευκά σε σκιαδόμορφους βότρεις. Άνθηση Μάρτιο-Απρίλιο.
ΚΑΡΠΟΣ: Σφαιρικός ως σβουρόμορφος, κίτρινος, καστανός ή μαύρος, με μακρύ ποδίσκο. Σπέρματα επίπεδα με σκούρο καστανό χρώμα. Ωρίμανση τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του χρόνου ανθήσεως
.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη.Στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, Ήπειρο και Θεσσαλία.
6. Prunus sativa->Δαμασκηνιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:Ιθαγενές φυτό των χωρών του βορείου ημισφαιρίου κατάγεται από τις περιοχές της Κασπίας θάλασσας. Αρχαίο δέντρο αναφέρεται από τον Θεόφραστο σαν προύμνη εξ ου και η επιστημονική του ονομασία προύνος.
Σήμερα καλλιεργείται ευρέως στην Ευρώπη από το βορρά μέχρι το νότο, την Ασία και τη Βόρειο Αμερική.
Το δέντρο φτάνει σε ύψος τα 12 μέτρα ,έχει πλούσιο ριζικό σύστημα αλλά επιπόλαιο όπως οι κορομηλιές. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί του φέρουν 2-3 άνθη.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Σήμερα καλλιεργείται ευρέως στην Ευρώπη από το βορρά μέχρι το νότο, την Ασία και τη Βόρειο Αμερική.Στη Βαλκανική Χερσόνησο, ν.δ και κεντρική Ασία.Στην Ελλάδα σε δάση στην Μακεδονία,Θράκη,Θεσσαλία.
ΆΝΘΗ: Οι ανθοφόροι οφθαλμοί του φέρουν 2-3 άνθη.Τα άνθη της είναι λευκόχρωμα ή απαλού ρόδινου χρώματος και μοιάζουν με αυτά της μηλιάς. Οι καλλωπιστικές αχλαδιές μπορούν να μεταμορφώσουν το μπαλκόνι σας ευχάριστα. Η διακοσμητική αχλαδιά είναι σίγουρα μια θαυμάσια παρουσία στο κήπο και στο μπαλκόνι σας. Φαίνεται όμορφη, σε κάθε εποχή και είναι εύκολο να διατηρηθεί.
KAΡΠΟΣ: Το δαμάσκηνο έχει σχήμα ωοειδές ή ελλειψοειδές και χρώμα βαθύ μπλε ή μωβ όταν ωριμάσει. Τρώγεται νωπό ως φρούτο, ή αποξηραμένο χωρίς να αλλοιωθούν τα θρεπτικά του συστατικά.
7. Junglans regia->Καρυδιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: ανήκει στην οικογένεια των Καρυοειδών (Juglandaceae) με 20 είδη φυλλοβόλων δέντρων. Είναι αυτοφυές, αγγειόσπερμο, μονοχλαμυδικό φυτό. Δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα προσαρμογής και καλλιεργείται σε διάφορους τύπους κλιμάτων και περιβάλλοντος. Όμως αποδίδει περισσότερο σε περιοχές με θερμό και υγρό κλίμα. Tο πιο συνηθισμένο και γνωστό είδος είναι η Καρυά η βασιλική,λατινική ονομασία Juglans regia. Το ξύλο της καρυδιάς είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό και δεν εμφανίζει ρωγμές. Είναι συμπαγές με εξαιρετική ελαστικότητα και χρησιμοποιείται στην κατασκευή επίπλων πολύ καλής ποιότητας. Επειδή κατεργάζεται εύκολα χρησιμοποιείται και στη ξυλογλυπτική.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗ: Τα φύλλα της καρυδιάς είναι μεγάλα, μακριά, σύνθετα. Το κάθε φύλλο αποτελείται από 7-9 μικρά φύλλα, με ωοειδές σχήμα. Τα άνθη της είναι αφανή χωρίς πέταλα και τα αρσενικά σχηματίζουν ταξιανθίες. Ο κορμός της είναι παχύς και η διάμετρος του φτάνει τα 2,5 μέτρα. Η κοινή καρυδιά φτάνει σε ύψος τα 35 μέτρα και είναι γνωστή και με τις ονομασίες αγγλική ή περσική.
ΚΑΡΠΟΣ: Καλλιεργείται για τον καρπό της, το καρύδι, και για την εξαιρετικής ποιότητας ξυλεία της.Τα καρύδια, όταν ωριμάσουν, τινάζονται από το δέντρο με ράβδισμα και μαζεύονται από το έδαφος πριν μαυρίσουν. Στη συνέχεια ξεφλουδίζονται και ξεραίνονται σε ειδικά ξηραντήρια. Το καρύδι έχει σχήμα σφαιρικό και το περικάρπιο του όταν είναι χλωρό είναι παχύ σαρκώδες και πράσινο ενώ όταν ωριμάζει αλλάζει χρώμα σε ανοιχτό μπεζ-καφέ και γίνεται σκληρό, ξυλώδες κέλυφος. Το εσωτερικό του καρυδιού, η καρυδόψιχα, αποτελείται από δύο μεγάλες κοτυληδόνες οι οποίες περιβάλλονται από ένα λεπτό σπερματικό περίβλημα. Η καρυδόψιχα τρώγεται σκέτη σαν ξηρός καρπός, χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική και τρώγεται με μέλι. Το χλωρό καρύδι γίνεται νόστιμο γλυκό του κουταλιού.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Περιοχή αυτοφυούς εμφάνισης ακόμα δεν έχει αναγνωριστεί. Πιθανή θεωρείται η Βαλκανική, ενώ η ΝΔ. Και ίσως η κεντρική Ασία πρέπει να αποτελούν περιοχές φυσικής εμφανισής της. Σήμερα παρουσιάζεται βοριότερα, ανατολικότερα και δυτικότερα.
8. Prunus cerasifera->Kορομηλιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με εμβολιασμό, κυρίως της αμυγδαλιάς, αλλά και με σπορά. Είναι ανθεκτική στο ψύχος, ακόμα και στους ανοιξιάτικους παγετούς. Εάν κοπούν οι παραφυάδες τότε ευνοείται η γρήγορη ανάπτυξη του φυτού αλλά εξασθενίζει κιόλας και είναι επικίνδυνο να ξεραθεί. Οι ρίζες της είναι επιπόλαιες και έτσι μπορεί να φυτευτεί και σε ρηχά εδάφη, ακόμα και σε γλάστρες. Ο κορμός της βγάζει όταν τραυματιστεί μία κολλώδη ουσία σαν ρετσίνι, χρώματος κίτρινου ή πορτοκαλιού το οποίο προσελκύει πολλά έντομα.Ένα είδος κορομηλιάς είναι και η μπουρνελιά που βγάζει τους πιο νόστιμους, αρωματικούς και μεγαλύτερους σε μέγεθος καρπούς τις μπουρνέλες.
ΚΑΡΠΟΣ: Ο καρπός της κορομηλιάς είναι το κορόμηλο. Είναι φυλλοβόλο δέντρο και ο καρπός του είναι δρύπη, σχεδόν σφαιρική, με λείο εξωκάρπιο και κίτρινο , κόκκινο ή ιώδες χρώμα. Το μεσοκάρπιο είναι σαρκώδες και χυμώδες. Το κορόμηλο ή τζάνερο ή ρίκι είναι ο καρπός της κορομηλιάς. Έχει χρώμα κόκκινο, κιτρινωπό ή πράσινο ανάλογα με την ποικιλία. Η γεύση του κορόμηλου είναι γλυκιά και αρωματική και διαφέρει ελάχιστα από ποικιλία σε ποικιλία.Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες κορόμηλων.
Η μπουρνέλα είναι μεγαλύτερος σε μέγεθος καρπός και θεωρείται ο πιο εύγευστος. Γίνεται και λικέρ στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που είναι γνωστό με την ονομασία σλίβοβιτς.
Τα πράσινα κορόμηλα έχουν αρωματική νόστιμη γλυκόξινη γεύση.
Τα κίτρινα είναι τα μικρότερα του είδους και τα πιο γλυκά.Τα κορόμηλα τρώγονται νωπά ως φρούτο, γίνονται μαρμελάδες και ζελέδες. Είναι πλούσια σε βιταμίνη C και περιέχουν ακόμα βιταμίνη Α και νικοτινικό οξύ.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗ: Έχει οδοντωτά φύλλα και μεγάλα λευκά άνθη, που εκπτύσσονται ανά δύο ή περισσότερα, πιο μπροστά από τα φύλλα. Τα άνθη έχουν πέντε σέπαλα και ισάριθμα πέταλα, ενώ οι στήμονες φτάνουν τους 30.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Η Σερβία είναι πρώτη παγκοσμίως σε παραγωγή κορόμηλων με 450,000 τόνους ετησίως. Ακολουθούν η Ιαπωνία, η Κίνα , η Πολωνία και η Ιταλία. Στην Ελλάδα στα δάση στη Μακεδονία, Θράκη , Θεσσαλία.
9. Prunus avium->Κερασιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: κερασιά είναι αγγειόσπερμοδικότυλοφυτό που ανήκει στο γένος Προύμνη (Prunus), στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae) και είναι συγγενής της βυσσινιάς.
Είναι φυλλοβόλοδέντρο με ύψος που φτάνει και τα 20 μέτρα. Έχει την επιστημονική ονομασία Prunus avia (προύνος των πτηνών). Καταγωγή του είναι η περιοχή του Καυκάσου και έφτασε στην Ευρώπη πολύ γρήγορα ενώ όλες οι ποικιλίες της προέρχονται από την αγριοκερασιά, που χρησιμοποιείται για τον πολλαπλασιασμό της και σήμερα μέσω εμβολιασμού. Το περίεργο είναι ότι η βυσσινιά προήλθε από φυσικό υβρίδιο κερασιάς ενώ ο περισσότερος κόσμος πιστεύει το αντίθετο.
Η κερασιά ζει περίπου 60 χρόνια και η καρποφορία αρχίζει από τον 4ο χρόνο της ζωής της, ενώ μεγάλες αποδόσεις έχει μετά τον 20ό χρόνο. Ανθίζει σχετικά νωρίς και έτσι είναι δυνατό να υποστεί ζημιές στους ανθούς της από παγετό ή δυνατό ψύχος. Ευδοκιμεί σε διάφορους τύπους εδαφών και προτιμά κυρίως αυτά που δεν περιέχουν ασβέστιο. Πριν να δημιουργηθεί ένας κερασεώνας πρέπει να γίνει βαθύ όργωμα και καλή κατεργασία του εδάφους.Υπάρχουν πάρα πολλές ποικιλίες κερασιάς που βασικά χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, αυτές που έχουν απαλή σάρκα και αυτές που έχουν τραγανή. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται αρκετές ποικιλίες ενώ τα κεράσια που παράγονται θεωρούνται εξαιρετικής ποιότητας. Πιο γνωστές ποικιλίες είναι η κερασιά Ρουπκόβου, που παράγει τα τραγανά κεράσια της Έδεσσας, η πετροκερασιά, με τα τραγανά και νόστιμα πετροκέρασα που φέρουν μία χαρακτηριστική γραμμή στο μέσο του καρπού και η κερασιά των βοδενών με τα μεγάλα και νόστιμα κεράσια.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗ: Τα κλαδιά της είναι όρθια, ο κορμός της είναι λείος γκρίζου χρώματος και τα φύλλα της είναι μεγάλα και ελλειψοειδή. Τα άνθη της είναι μεγάλα, λευκά και είναι οργανωμένα σε ταξιανθίες, φύονται δε ανά 3-6 σε κάθε οφθαλμό.
ΚΑΡΠΟΣ: Έχουν σχήμα σφαιρικό και ο φλοιός τους είναι λείος και γυαλιστερός. Είναι μικρά σε μέγεθος και το χρώμα τους ποικίλλει ανάλογα με την ποικιλία. Υπάρχουν δύο τύποι κερασιών και εκατοντάδες ποικιλίες: το γλυκό κεράσι - γνωστό και ως Prunus avium στους βοτανολόγους – και το ξινό κεράσι, γνωστό ως βύσσινο (επιστημονική ονομασία Prunus cerasus). Από τις γλυκές ποικιλίες ιδιαίτερες προτιμήσεις συγκεντρώνει αυτή με τους μεγάλους, βαθυκόκκινους και χυμώδεις καρπούς. Τα κεράσια είναι γλυκά, όξινα και στυφά και έχουν θερμαντική δράση στον οργανισμό. Εξουδετερώνουν την πνευματική κόπωση, είναι άρα πολύ χρήσιμα στους μαθητές ειδικά σε περιόδους εξετάσεων (του τέλους της σχολικής χρονιάς για παράδειγμα, που συμπίπτει με την εποχή που υπάρχουν σε αφθονία τα κεράσια), γι’ αυτό συστήνεται να τρώνε τουλάχιστον δύο με τρία κιλά κεράσια την εβδομάδα.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Η Τουρκία είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή κερασιών. Ακολουθούν οι Η.Π.Α., το Ιράν, η Ουκρανία και η Γερμανία. Η Ελλάδα έχει την 10η θέση στον κόσμο με 43.000 τόνους ετησίως. Στην Ελλάδα παράγονται στον Κολινδρό Πιερίας, στην Έδεσσα, στα Γρεβενά, στη Βόρεια Χίο και σε αρκετές άλλες περιοχές της, βόρειας κυρίως, Ελλάδας.
10. Populus tremula->Λεύκη
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η λεύκα ή λεύκη (γένος Populus) είναι φυλλοβόλο δένδρο, με ωοειδή φύλλα και λευκό κορμό που αναπτύσσει μεγάλο ύψος, μέχρι 50 μέτρα.Οι λεύκες αναπτύσσονται σε εδάφη με μεγάλη υγρασία, όπως για παράδειγμα οι όχθες των ποταμών. Χρησιμοποιούνται ευρέως ως καλλωπιστικό δέντρο, καθώς έχουν το πλεονέκτημα ότι αναπτύσσονται πολύ γρήγορα και αποκτούν μεγαλο μέγεθος και για τη κόμη τους.λεύκα είναι φυλλοβόλο δένδρο ταχυαυξές, με μεγάλη παραβλαστικότητα.ολύ ανθεκτικό στις παραθαλάσσιες φυτεύσεις, αναπτύσσει επιφανειακές ρίζες που δημιουργούν προβλήματα σε παρακείμενες κατασκευές. Ευδοκιμεί σε ηλιόλουστες θέσεις και γόνιμα, πολύ υγρά εδάφη. Φυτεύεται μεμονωμένα, σε δενδροστοιχίες καθώς και για την παραγωγή ξύλου. Αντέχει σε χαμηλές θερμοκρασίες κάτω των -20 °C. Πολλαπλασιάζεται εύκολα με μοσχεύματα. Η λεύκα χρησιμοποιείται κυρίως για τη γρήγορη αναδάσωση περιοχών που είναι υγρές, αλλά ακατάλληλες για άλλη καλλιέργεια. Ακόμη, για τη δημιουργία πράσινου σε πάρκα και σε πλατείες. Το ξύλο της είναι γενικά άσπρο, ελαφρό, μαλακό, δουλεύεται πολύ εύκολα, δεν είναι όμως πολύ γερό. Ακόμη χρησιμοποιείται στη χαρτοποιία για την παραγωγή κυτταρίνης, στην κατασκευή σπιρτόξυλων και άλλων μικροαντικειμένων. Στην Ελλάδα τα πιο γνωστά είδη είναι η Λεύκη η λευκή (Populus alba) με φλοιό άσπρο, που το ξύλο της χρησιμοποιείται στη βιομηχανία κυτταρίνης και η Λεύκη η μέλαινα (Populus nigra) το γνωστό καβάκι, που φυτρώνει μόνη της στις όχθες των ποταμών και σε υγρούς τόπους σ' όλη την Ελλάδα κι έχει κόμη σχεδόν πυραμιδοειδή.Άλλη γνωστή λεύκα είναι η Λεύκη η τρέμουσα που φυτρώνει στις ορεινές και υγρές περιοχές της Ελλάδας. Σήμερα υπάρχουν και καλλιεργούνται πολλά υβρίδια από τις λεύκες αυτές, κυρίως στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία κοντά στα ποτάμια και τις λίμνες και στις μεγάλες εθνικές οδούς.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗ: Τα άνθη της σχηματίζουν κρεμαστές ταξιανθίεςιούλων και οι καρποί τους καλύπτονται από λευκό χνούδι. Ανήκουν στην οικογένεια των ιτεϊδών ή σαλακιδών.Φέρει λοβωτά φύλλα με γυαλιστερή ανοιχτοπράσινη την επάνω επιφάνεια και λευκή χνοώδη την κάτω. Τα θηλυκά φυτά, όταν ανθίζουν τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου, παράγουν λευκούς σπόρους που μοιάζουν με βαμβάκι, το οποίο διασπείρεται σε μεγάλη απόσταση δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Στην Ευρώπη, Σιβηρία, Ασία και ΒΔ.Αφρική. Στην Ελλάδα, σε ορεινές περιοχές από την Πελοπόννησο και βορεότερα και στα νησιά Εύβοια και Θάσο.
11. Castanea sativa->Καστανιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό η καστανιά ανήκει στην τάξη των Φηγωδών και στην οικογένεια των Φηγοειδών με 12 είδη φυλλοβόλων, αιωνόβιων μεγάλων δέντρων ιθαγενή των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου.Η καστανιά είναι πανάρχαιο δέντρο όπως αποδεικνύεται από διάφορα ευρήματα της εποχής του Χαλκού. Ήταν η τροφή των φτωχών το μεσαίωνα.
Οι καστανιές είναι μεγάλα δέντρα συνήθως και το ύψος τους μπορεί να φτάσει τα 35 μέτρα. Είναι είτε αυτοφυή είτε καλλιεργούνται για τους νόστιμους καρπούς τους και για την καλή σε ποιότητα ξυλεία τους αλλά και ως καλλωπιστικά σε διάφορα πάρκα. Οι καστανιές πρέπει να βρίσκονται σε υψόμετρο πάνω από 250 μέτρα και δεν ευδοκιμούν σε χαμηλότερα υψόμετρα. Πολλαπλασιάζονται με σπόρο, με μοσχεύματα και με εμβολιασμό. Το δέντρο ανθίζει κατά την άνοιξη και τα κάστανα ωριμάζουν από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τέλη Νοεμβρίου ανάλογα με τις συνθήκες και τη ποικιλία. Κάθε δέντρο μπορεί να δώσει από 30-50 κιλά κάστανα. Το μέγιστο της απόδοσης θεωρείται το 50ο-60ο έτος της ηλικίας του. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι απαγορευτικά για την ανάπτυξη του φυτού.
KAΡΠΟΣ: Ο καρπός της, το κάστανο, βρίσκεται μέσα σε ένα ξυλώδες περίβλημα που έχει αγκάθια εξωτερικά και ανοίγει όταν οι καρποί ωριμάσουν. Ανάλογα με το είδος, μέσα στο περίβλημα υπάρχουν 2-3 καρποί και σε άλλα είδη μόνο ένας. Το μέγεθος του κάστανου έχει να κάνει με την υγρασία, τη ποικιλία και τη σύσταση του εδάφους.
Η συγκομιδή γίνεται με τίναγμα των καρπών του δέντρου και στη συνέχεια γίνεται μάζεμα με το χέρι. Μερικοί στρώνουν δίχτυα για πιο εύκολο μάζεμα.
Τα νωπά κάστανα περιέχουν 50% νερό, 45% υδατάνθρακες και 5% φυτικό έλαιο. Τρώγονται ψητά ή βραστά, χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική σε διάφορες συνταγές και γίνονται και αλεύρι κυρίως σε διάφορες περιοχές της Ασίας.
ΦΥΛΛΑ: Κατ’εναλλαγή, δίσειρα, μήκους 12-20 εκ. Και πλάτους 3-6 εκ. Είναι στενά ωοειδή ως λογχοειδή, οξυκόρυφα, με σφηνοειδή βάση. Παρυφές έντονα πριονωτές. Πάνω επιφάνεια βαθυπράσινη, γυμνή, κάτω ανοιχτοπράσινη, στην αρχή τριχωτή, αργότερα γυμνή. Ζεύγη νεύρων 15-20.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Η φυσική γεωγραφική εξάπλωση, ξαιτίας της επέκτασης της από τον άνθρωπο δεν είναι ακόμη γνωστή. Σήμερα εμφανίζεται στη Ν.Ευρώπη, Κάυκασο, Ασία, και Β.Αφρική. Στην Ελλάδα στα βουνά σχεδόν σε όλη τη χώρα.
12. Coryllus avellana-> Λεπτοκαρυά ή ήμερη φουντουκιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η Φουντουκιά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, φυλλοβόλο φυτό η φουντουκιά ανήκει στην τάξη των Φηγωδών (Fagales) και στην οικογένεια των Σημυδοειδών (Betulaceae). Τα είδη της είναι ψηλά δέντρα που φτάνουν σε ύψος και τα 35 μέτρα ή θάμνοι με ύψος 3-4 μέτρα.
Η φουντουκιά είναι ανθεκτική σε χαμηλές θερμοκρασίες, ιδιαίτερα οι θαμνώδεις ποικιλίες. Αναπτύσσεται σχετικά γρήγορα και προτιμά τα υγρά και δροσερά μέρη. Οι ανοιξιάτικοι παγετοί μπορούν να βλάψουν τα άνθη της. Στο έδαφος δεν έχει ιδιαίτερες προτιμήσεις, ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών. Η συγκομιδή γίνεται όταν τα φουντούκια παίρνουν χρώμα καστανό. Στη συνέχεια αφαιρούνται τα περιβλήματα τους και τοποθετούνται σε ειδικούς κλιβάνους για να ξηραθούν. Έπειτα, διοχετεύονται σε ειδικά μηχανήματα για το σπάσιμο του κελύφους, τους σπαστήρες φουντουκιών.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗ:Τα φύλλα της είναι ωοειδή, ενώ εναλλάσσονται και φέρουν τρίχες. Τα άνθη της φουντουκιάς έχουν διαφορές μεταξύ τους και τα αρσενικά σχηματίζουν μακριές ταξιανθίες ενώ στα θηλυκά οι ταξιανθίες είναι μικρές και περιβάλλονται από λέπια.
KAΡΠΟΣ: Οι φουντουκιές είναι αυτοφυείς και άγριες ή καλλιεργούνται, για τους νόστιμους καρπούς τους τα φουντούκια. Το φουντούκι έχει στρογγυλό σχήμα με γωνίες και φέρει περίβλημα το οποίο βγαίνει εύκολα και σκληρό περικάρπιο.
Τα φουντούκια είναι θρεπτικά, πλούσια σε πρωτεΐνες και ανόργανα στοιχεία. Τρώγονται κυρίως ψημένα και είναι από τους πολύ καλούς ξηρούς καρπούς. Χρησιμοποιούνται στη σοκολατοβιομηχανία, στη ζαχαροπλαστική και στην αρτοποιία όπου αλέθονται μαζί με σιτάρι για την παραγωγή ψωμιού.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Σε ολόκληρη την Ευρώπη (εκτός από Β.Ρωσία),στη Μ.Ασία και στο Αλγέρι. Στην Ελλάδα, παντού μέσα σε δάση.
13. Βuxus sempervirens->Πυξάρι
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Ο Πυξός < αρχ. πύξος, γνωστός ως πυξάρι ή τσαμσίρι, είναι αειθαλής (λατ. Buxus sempervirens) καλλωπιστικός θάμνος ή μικρό δένδρο. Ανήκει στην οικογένεια των βουξιδών (Buxaceae)[1]Ο πυξός έχει πάρα πολύ σκληρό, ανοιχτό κίτρινο, συμπαγές και ανθεκτικό ξύλο, γι' αυτό χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για την κατασκευή αγγείων, όπως η πυξίδα (αγγείο), ο φρυγικός αυλός, τα λευκά πιόνια στο σκάκι, αλλά και στην κατασκευή εγχόρδων και πνευστών οργάνων. Θεωρείται η πρώτη ανθοφορία του χρόνου διάρκειας τεσσάρων μηνών από τον Ιανουάριο ως τα μέσα Απριλίου και ως πρώτη πηγή γύρης για τις μέλισσες.
ΑΝΘΗ ΚΑΙ ΦΥΛΛΑ: Διαθέτει μικρά κίτρινα άνθη και γυαλιστερά σκουροπράσινα στην άνω επιφάνεια δερματώδη ωειδή φύλλα. Φύλλα ωοειδή εως ελλειψοειδή, με πάνω επιφάνεια βαθυπράσινη, γυαλιστερή, κάτω με ανοιχτότερο χρώμα.
ΚΑΡΠΟΣ: Κάψα με σκούρο καστανό χρώμα.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Στήν Ν.Ευρώπη, Β.Ευρώπη και Μικρά Ασία. Στην Ελλάδα, σε δάση στην ηπειρωτική περιοχή και στα νησιά Εύβοια, Λέσβο, Σύρο και Κρήτη
14. Prunus cerasus vulgaris-> Βυσσινιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Bυσσινιά είναι δένδρο φυλλοβόλο, μικρού μεγέθους, με βλάστηση πλαγιόκλαδη. Φέρει φύλλα απλά, κατ΄εναλλαγή ελλειψοειδή, διπλά οδοντωτά, αδενοφόρα και σε χρώμα πιο πράσινο από της Κερασιάς. Οι οφθαλμοί της διακρίνονται σε ξυλοφόρους και απλούς ανθοφόρους. Η βυσσινιά ανθοφορεί σε βλαστούς του έτους και σε μπουκέτα Μαΐου (λογχοειδή). Η βυσινιά μπαίνει σε καρποφορία απο το 3ο έως 4ο χρόνο και η παραγωγική της ζωή υπολογίζεται σε 30 περίπου χρόνια.
Η βυσσινιά έχει μεγαλύτερη αντοχή στο ψύχος από ότι η Κερασιά. Επίσης ανέχεται καλύτερα τις υψηλές θερμοκρασίες. Όσον αφορά την καρποφορία της, απαιτεί περισσότερες ώρες σε ψύχος για την διακοπή του ληθάργου των οφθαλμών της ( από 600 έως 1400 ώρες κάτω από 7οC ) από ότι η Κερασιά.Όσον αφορά το έδαφος, δεν αντέχει χώματα που δεν στραγγίζουν καλά, όπως επίσης και τα πολύ ξηρά εδάφη.
Φύλλα και Άνθη: Απλά, κατ’ εναλλαγή, ελλειψοειδή και διπλά διπλά
οδοντωτά και αδενοφόρα. Οφθαλμοί: Απλοί ανθοφόροι και ξυλοφόροι (οι ανθοφόροι διατεταγένοι σε όλο το ήκος του ετήσιου βλαστού). Οι ανθοφόροι εκπτύσσονται πριν από τους ξυλοφόρους και δίνουν συνήθως 1-5 άνθη λευκού χρώατος και με ακρύ ποδίσκο.
ΚΑΡΠΟΣ: Δρύπη. Σχήμα σφαιρικό,με φλοιό από ανοικτό κόκκινο έως βαθύ κόκκινο χρώμα. Σάρκα χυμώδης, τραγανή, υπόξινη.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Σε βουνά παραμεσογειακών περιοχών από την Ισπανία ως την Βαλκανική Χερσόνησο και από το Μαρόκο ως την Τυνησία και Μικρά Ασία. Στην Ελλάδα, σε βραχώδεις θέσεις της υπαλ΄πικής περιοχής, στη Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, Αιτωλία, Αττική, Πελοπόννησο, και τα νησιά Εύβοια, Λέσβο, Σάμο και Κρήτη.
15. Cornus mas-Kρανιά
ΓΕΝΙΚΕΣΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ : Το δεντράκι της κρανιάς (Cornus mas) αποτελεί εδώ και λίγα χρόνια στη χώρα μας θύμα μιας παρεξήγησης, η οποία πάντως σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε υπέρ του. Για τον πολύ κόσμο αλλά και αρκετούς «ειδικούς», βλέπετε, οι καρποί του, τα κράνα, ταυτίζονται, λόγω ηχητικής ομοιότητας, με τα κράμπερις, τα οποία παράγονται από μερικά βορειοαμερικανικά θαμνώδη είδη του γένους Vaccinium. Επειδή οι ευεργετικές ιδιότητες των τελευταίων για την υγεία έχουν διαφημιστεί κατά κόρον, κομμάτι της εμπορικής επιτυχίας τους διεκδίκησε στην Ελλάδα με επιτυχία και το κράνο. . Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι η μάγισσα Κίρκη τάιζε με κράνα τους μεταμορφωμένους σε χοίρους συντρόφους του Οδυσσέα, ενώ σύμφωνα με τον Παυσανία οι Αχαιοί έφτιαξαν τον Δούρειο Ίππο από κρανιές του ιερού Απολλώνιου άλσους στο όρος Ίδη της Τροίας.
Η αυτοφυής κρανιά, η οποία σε ύψος φτάνει μέχρι τα πέντε μέτρα, ευδοκιμεί σε ορεινά και ημιορεινά δάση της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, συνήθως σε ασβεστούχα και βαριά εδάφη. Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες φροντίδες για την καλλιέργειά της, καθώς δεν προσβάλλεται από εχθρούς, δεν χρειάζεται πολυέξοδες λιπάνσεις ούτε κλαδέματα, ενώ αντέχει πολύ στις χαμηλές (μέχρι -25°C) και υψηλές θερμοκρασίες. Μπορεί να καλλιεργηθεί ακόμα και σε άγονα εδάφη, το μόνο που χρειάζεται είναι κάποια ποτίσματα κατά τη θερινή περίοδο ώστε να δώσει άφθονο και μεγάλο καρπό. Ένα μόνο πρόβλημα έχει, ότι πρόκειται για αρκετά βραδυαυξές φυτό. Η μάλλον μικρή, πρώτη καρποφορία της εμφανίζεται συνήθως τον πέμπτο χρόνο και μετά χρόνο με το χρόνο οι ποσότητες που παράγει αυξάνονται, σε αντιστάθμισμα αυτού όμως η παραγωγική ζωή της ξεπερνά σε διάρκεια τις πέντε ανθρώπινες γενιές. Σε μια σωστά οργανωμένη καλλιέργεια η στρεμματική απόδοση, κάτι που φυσικά εξαρτάται και από την επιλεχθείσα ποικιλία κυμαίνεται από ενάμιση ως δύο τόνους. Ιδανικά φυτεύονται σε αποστάσεις 4 x 4, με πυκνότητα δηλαδή περίπου 60 δέντρα στο στρέμμα.
Στα ορεινά χωριά της Βόρειας Ελλάδος το λικέρ από κράνα ήταν ανέκαθεν πολύ αγαπητό για το ωραίο του άρωμα αλλά και για την θεραπευτική του αξία καθώς ήταν γνωστό ότι όταν πίνεται (τακτικά, αλλά με μέτρο) τονώνει τον οργανισμό, ενώ επίσης βοηθά στη χώνεψη και ανακουφίζει πολλά στομαχικά προβλήματα. Αρκετές νοικοκυρές έφτιαχναν επίσης και μαρμελάδα από κράνα αφού πρώτα αφαιρούσαν τα κουκούτσια τους, μια διαδικασία που φυσικά είναι αρκετά χρονοβόρα, καθώς τα άγρια κράνα είναι μικρά.
Σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές έρευνες τα κράνα εκτός από στυπτικά (λόγω των τανινών που περιέχει) και άρα ωφέλιμα σε περιπτώσεις εντερικών παθήσεων είναι πολύ πλούσια σε αντιοξειδωτικές ουσίες (καροτινοειδή και φαινολικές ενώσεις) οι οποίες μας προστατεύουν από τις επιβλαβείς ελεύθερες ρίζες. Περιέχουν επίσης άφθονη βιταμίνη C, και είναι πλούσια σε καροτίνη, πηκτίνη και τανίνη, καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο.
ΦΥΛΛΑ: Αντίθετα, ωοειδή, μήκους 2,5 – 8,5 εκ., έμμισχα, έντονα, οξυκόρυφα, με παρυφές λειόχειλες, πράσινα στις δύο πλευρές, και με 3-5 ζεύγη νεύρων.
AΝΘΗ: Kίτρινα, σε σφαιρόμορφα σκιάδια στις μασχάλες των φύλλων. Άνθηση Φεβρουάριο – Απρίλιο.
ΚΑΡΠΟΣ: Δρύπη,εδώδιμη, διαμέτρου 12-15 χιλ., κόκκινη, κρέμεται, ωρίμανση Αύγουστο – Σεπτέμβριο.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Στή νότια και κεντριοκή Ευρώπη, Κριμαία, Ν. Ρωσία, Καύκασο, και Δ. Ασία. Στην Ελλάδα παντού μέα στα δάση.
16. Accacia spp.-> Ακακία
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η Ακακία αποτελεί γένος φυτών, που ανήκει στην οικογένεια των Μιμηλεοειδών, στην τάξη των Κυαμωδών. Η ακακία είναι δέντρο ή θάμνος, αειθαλής ή φυλλοβόλος, με φύλλα σύνθετα διπτεροειδή, με αγκάθια μικρά και ισχυρά.
Χαρακτηριστικό της ακακίας είναι ότι εκκρίνει το αραβικόκόμμι ακόμη και σε άριστες συνθήκες καλλιέργειας, το οποίο θεωρείται παθολογικό φαινόμενο. Ο φλοιός και οι λοβοί πολλών ειδών περιέχουν μεγάλη ποσότητα δεψικών ουσιών και χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία και τη φαρμακευτική. Το αραβικό κόμμι, διαλυμένο σε κρύο νερό, δίνει τη γνωστή «γόμα» για τα χαρτιά.
Το συνολικό ύψος μπορεί να ξεπεράσει τα 7 μέτρα. Από τον 30ό χρόνο αρχίζουν να παρακμάζουν. Πολλαπλασιάζονται κυρίως με σπέρματα, που φυτεύονται απευθείας στο χώμα, αλλά και με μοσχεύματα από βλαστούς ημιώριμους.
ANΘΗ: Τα άνθη της είναι μικρά ωχροκίτρινα, κίτρινα, πορτοκαλοκίτρινα και σπανιότερα λευκά, τοποθετημένα σε ταξιανθίες που σχηματίζουν σφαιρικές κεφαλές, κυλινδρικούς ίουλους ή στάχεις. Άνθηση Απρίλιο – ΜάΪο.
ΦΥΛΛΑ: Κατ’ εναλλαγή, αντίθετα, με 9με 21 φυλλάρια, ωοειδή ως ελλειψοειδή. Πάνω επιφάνεια βαθυπράσινη, κάτω γαλανοπράσινη. Παράφυλα 2 σκληρά, ξυλώδη αγκάθια.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ:Eίδος της Αμερικής, καλλιεργείται στην Ευρώπη και την Ελλάδα από το 17ο αιώνα και μετά.
17. Prunus spinosa-> Τσαπουρνιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ :Η τσαπουρνιά (prunus spinosa), είναι είδος του γένους των προυμνών της τάξης των ροδωδών. Απαντάται στην Ευρώπη, τη Δυτική Ασία και τη Βορειοδυτική Αφρική. Πρόσφατα έχει ευδοκιμήσει και στη Νέα Ζηλανδία και τις Ανατολικές ακτές της Βόρειας Αμερικής.Η τσαπουρνιά είναι μεγάλος φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο. Φτάνει σε ύψος έως 5 μέτρα. Έχει σκούρο φλοιό και πυκνά σκληρά και αγκαθωτά κλαδιά. Η ταπουρνιά έχει ευρεία χρήση, καθώς χρησιμοποιούνται όλα τα μέρη της: τα φύλλα, τα άνθη, ο φλοιός και οι καρποί. Έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Τα τσάπουρνα έχουν Βιταμίνη C, ανθοκυανίνη και αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Η κατανάλωση των τσάπουρνων παρέχει προστασία από καρκίνο. Οι καρποί χρησιμοποιούνται και αποξηραμένοι. Μπορούν να παρασκευατούν:
- αφέψημα από αποξηραμένα μέρη του φυτού ή τους καρπούς για την καταπολέμηση της γρίπης, του πυρετού, της καρροής και του πονόλαιμου
- αφέψημα από τα αποξηραμένα άνθη (ή και τα αποξηραμένα τσάπουρνα) για την καταπολέμηση της διάρροιας, της δυσεντερίας και της γαστρεντερίτιδας
- σιρόπι από τα τσάπουρνα για την καταπολέμηση της γρίπης
- χυμός φρέσκων ή αποξηραμένων τσάπουρνων για την αντιμετώπιση ερεθισμών στο στόμα καθώς και προβλημάτων στα ούλα
- λικέρ
- μαρμελάδα
ΦΥΛΛΑ: Τα φύλλα του είναι ωοειδή με λεπτή οδοντωτή περίμετρο. Ανθίζει πριν το φύλλωμα την άνοιξη και είναι ερμαφρόδιτο.Bάση σφηνοειδή. Παρυφές σαφώς πριονωτές. Αρχικά και από τις δύο επιφάνειες χνουδωτές, αργότερα γυμνά. Πάνω επιφάνεια σκούρα πράσινη, κάτω ανοιχτόχρωμη.
ΑΝΘΗ: Λευκά, μικρά, με βραχύ, γυμνό ποδίσκο. Είναι μονά ή 2-3 μαζί, από πολλούς οφθαλμούς που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους. Άνθηση Μάρτιο – Απρίλιο.
ΚΑΡΠΟΣ: Οι καρποί του, τα τσάπουρνα είναι σφαιροειδή με μάυρο, μπλε και μωβ χρώμα. Η γεύση των τσάπουρνων είναι έντονα στυφή και ξινή. Ωρίμανση Σεπτέμβριο – Οκτόβριο του χρόνου ανθήσεως. Η συγκομιδή γίνεται από τα μέσα Οκτωβρίου έως τέλη Νοεμβρίου.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, την ΒΔ. Αφρική, Καύκασο, Τουρκία και ΒΔ. Περσία. Σην Ελλάδα, σε θαμνώδεις θέσεις στην ηπειρώτική της περιοχή, στα νησιά του Ιονίου και η ποικιλία eriophora στη Θάσο και στη Σαμοθράκη.
18. Morus spp.-> Μουριά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η μουριά είναι αγγειόσπερμο, δικότυλοφυτό το οποίο κατά το σύστημα Κρόνκουιστ ανήκει στην τάξη των Κνιδωδών (Urticales) και στην οικογένεια των Μορεοειδών (Moraceae) με 10 είδη φυλλοβόλων δέντρων αλλά και θάμνων.Ο κορμός του δέντρου περιέχει ένα γαλακτώδες υγρό σε άφθονη ποσότητα, πράγμα που γίνεται εμφανές όταν το δέντρο τραυματιστεί.
Η λευκή μουριά (Μορέα η λευκή - Morus alba) ή κοινή.
Έχει λευκούς και μερικές φορές κόκκινους καρπούς. Καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις στην Κίνα κυρίως για τα φύλλα της που δίνονται τροφή στους μεταξοσκώληκες και για την καλή ποιότητας ξυλεία που παράγει. Αξιοσημείωτο είναι ότι σπάνια βρίσκεις αυλή εκεί, χωρίς μια μουριά. Φτάνει στο ύψος τα 15 μέτρα, τα κλαδιά της απλώνονται και ο φλοιός της είναι χρώματος γκρίζου. Εγκλιματίστηκε στην Ευρώπη, όπου έφτασε το 12ο αιώνα μ.Χ., και υπάρχει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Είναι καλλωπιστικό δέντρο και δίνει πολύ πλούσια σκιά.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗ: Τα φύλλα της είναι οδοντωτά μεγάλα σε σχήμα καρδιάς. Τα άνθη της είναι μονογενή με απλό περιάνθιο και μονόχωρη ωοθήκη που αποτελείται από δύο συνήθως καρπόφυλλα, διατάσσονται δε σε αρσενικές και θηλυκές ταξιανθίες
KAΡΠΟΣ: Το μούρο είναι ο καρπός της μουριάς. Είναι σύνθετος και αποτελείται από μία ταξικαρπία που σχηματίζεται από τα άνθη της ταξιανθίας. Το μήκος του ποικίλει από μισό εκατοστό μέχρι και 2,5 εκατοστά. Τα μεγαλύτερα μούρα παράγονται από τα καλλιεργούμενα είδη.
Το μαύρο μούρο είναι το πιο νόστιμο από τα άλλα είδη, είναι χυμώδες και το χρώμα του είναι σκούρο πορφυρό. Τρώγεται σκέτο ως φρούτο, χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική καθώς και στην παρασκευή χυμών. Το κόκκινο μούρο έχει χρώμα ανοιχτό πορφυρό, γεύση πολύ γλυκιά και χρησιμοποιείται στην παρασκευή μαρμελάδων και ζελέδων. Τα άλλα είδη μούρων είναι κατώτερης ποιότητας και δεν καταναλώνονται ευρέως.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ:Iθαγενές φυτό της Βόρειας Αμερικής και της Ασίας. Στην Ελλάδα σε βραχώδεις θέσεις σχεδόν σε όλη τη χώρα. Στην Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και τα νησιά Εύβοια, Λέσβο, Σάμο και Κρήτη.
19. Cydonia oblonga-> Kυδωνιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η κυδωνιά (επιστ. Κυδωνέα η προμήκης, Cydonia oblonga συνώνυμα Cydonia vulgaris Pers. και Pyrus cydonia L.) είναι οπωροφόρο δέντρο της οικογένειας των Ροδοειδών. Η καταγωγή της είναι από την περιοχή του Καυκάσου ή το Ιράν. Ως καλλιεργούμενο φυτό προτιμά τα πηλοαμμώδη εδάφη, όπως επίσης και τα υγρά, αρκεί να στραγγίζονται καλά. Ο πολλαπλασιασμός της γίνεται με μοσχεύματα, παραφυάδες και καταβολάδες. Ζει μέχρι και 50 χρόνια. Είναι δέντρο γνωστό από τα αρχαιότατα χρόνια, αφιερωμένο στην Αφροδίτη. Για το λόγο αυτό ονομάζεται και «Μήλο της Αφροδίτης».Πρόκειται για δικοτυλήδονο φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει τα 8 μέτρα (με μέσο ύψος τα 3-4 μ.) σε ύψος και είναι συγγενικό με τη μηλιά και με την αχλαδιά. Είναι επιπολαιόριζο και έχει θυσανωτή ρίζα. Ο κορμός και τα κλαδιά του έχουν γκριζόμαυρο χρώμα και είναι λίγο στρεβλωμένα. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή μαρμελάδας, κυδωνόπαστας και κομπόστας (από τον καρπό της), ενώ το ξύλο της είναι ανθεκτικό και δεν σαπίζει. Ως αποτέλεσμα, το ξύλο της κυδωνιάς χρησιμοποιείται στην τορνευτική και στη λεπτοξυλουργική. Από τα φύλλα του δέντρου παρασκευάζεται αφέψημα, το οποίο έχει μαλακτικές και αποχρεμπτικές ιδιότητες.
ΦΥΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΘΗ: Έχει μεγάλα, απλά και δερματώδη φύλλα, με πολλές τρίχες και μεγάλα λευκά ή ρόδινα άνθη, τα οποία είναι μονήρη, με πέντε πέταλα. Το μήκος των φύλλων κυμαίνεται από 6 ως 11 εκατοστά.
KAΡΠΟΣ: Ο καρπός του, το κυδώνι, έχει χρώμα κίτρινο προς το χρυσό, όταν είναι ώριμο και έχει σχήμα ακανόνιστο (αχλαδιού). Ορισμένα είδη λεπιδόπτερων τρέφονται με κυδώνια. Το κυδώνι είναι ο καρπός του είδους Κυδωνέα η προμήκης (Cydonia oblonga) (το μοναδικό είδος του γένους κυδωνιά) και κατάγεται από τη νοτιοδυτική Ασία και την περιοχή του Καυκάσου. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει τα 8 μέτρα σε ύψος, και είναι συγγενικό με τη μηλιά και την αχλαδιά. Ο καρπός του έχει χρώμα κίτρινο προς το χρυσό, όταν είναι ώριμο, και έχει σχήμα αχλαδιού. Το εξωκάρπιο είναι αρχικά χνουδωτό και έπειτα λείο και γυαλιστερό. Το μήκος του κυμαίνεται από 7 ως 12 εκατοστά και το πλάτος του από 6 ως 9 εκατοστά. Η σάρκα του είναι λευκοκίτρινη. Τα κυδώνια είναι πράσινα όταν είναι άγουρα. Χρησιμοποιούνται ευρέως στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Η κυδωνιά αυτοφύεται σε όλες τις χώρες που γειτνιάζουν με τη Μεσόγειο, όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ελλάδα.
20. Malus communis-> Mηλιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η μηλιά είναι το πιο διαδεδομένο οπωροφόρο παγκοσμίως, αντιπροσωπεύει το 50% των φυλλοβόλων οπωροφόρων δέντρων, με παγκόσμια ετήσια παραγωγή περί τα 60 εκατομμύρια τόνους. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μήλων παγκοσμίως αποτελείται από επιτραπέζιες ποικιλίες. Οι ποικιλίες πολλαπλής χρήσεως όμως αρχίζουν να γίνονται συνεχώς δημοφιλέστερες. Παλιότερα σε κάθε τόπο καλλιεργούνταν διαφορετικές ποικιλίες μήλων. Οι απαιτήσεις όμως για αυξημένη παραγωγή και υψηλή ποιότητα καρπών, συνέβαλαν στη δημιουργία και διάδοση νέων ποικιλιών που καλλιεργούνται σήμερα σε διάφορα μέρη με παρόμοιες κλιματικές συνθήκες. Οι πιο διαδεδομένες ποικιλίες είναι η Golden Delicious και οι διάφορες κόκκινες ποικιλίες Delicious αμερικανικής προέλευσης, η Mutsu ιαπωνικής προέλευσης και η Granny Smith αυστραλιανής προέλευσης. Η καλλιέργεια της μηλιάς είναι διαδεδομένη σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Μηλεώνες απαντώνται ακόμη και στη Σιβηρία όπου η θερμοκρασία κατά τους χειμερινούς μήνες μπορεί να πέσει στους -40 βαθμούς Κελσίου. Μέχρι το 1940 η παραγωγή μήλων στην Ελλάδα ήταν πολύ μικρή. Σήμερα η καλλιεργούμενη έκταση είναι περίπου 150.000 στρέμματα και η ετήσια παραγωγή ανέρχεται σε 350.000 τόνους, αποτελώντας τη δεύτερη σπουδαιότερη καλλιέργεια από τα φυλλοβόλα οπωροφόρα μετά τη ροδακινιά.Σήμερα υπολογίζεται ότι υπάρχουν γύρω στις 7.5 χιλιάδες ποικιλίες μήλων.
ΦΥΛΛΑ: Τα φύλλα είναι απλά, κατ’ εναλλαγή, ωοειδή, οδοντωτά, βραχύμισχα, με την κάτω επιφάνεια χνουδωτή. Το μέγεθος και το πάχος των φύλλων επηρεάζονται από την ποικιλία, τις καλλιεργητικές συνθήκες, το χρόνο εμφάνισής τους και τη ζωηρότητα του δέντρου. Ο μίσχος των φύλλων φέρει μερικές φορές κοντά στη βάση δύο μικρά παράφυλλα.
ΑΝΘΗ: Από κάθε μικτό οφθαλμό αναπτύσσονται περίπου πέντε άνθη σε ταξιανθία κορύμβου. Το κεντρικό άνθος καλείται βασιλικό, ανοίγει πρώτο και ακολουθείται από τα δύο άνθη της βάσης και εν συνεχεία από τα δύο ενδιάμεσα άνθη. Τα άνθη αποτελούνται από πέντε σέπαλα, πέντε πέταλα, είκοσι στήμονες με κίτρινους ανθήρες και έναν ύπερο αποτελούμενο από την ωοθήκη και πέντε στύλους που συμφύονται σε κοινή βάση. Τα άνθη είναι εντομόφιλα. Σε μερικές ποικιλίες όπου οι στήμονες είναι μακρύτεροι από τους στύλους, οι μέλισσες μπορούν να συλλέγουν γύρη χωρίς να γίνεται επικονίαση.
ΚΑΡΠΟΣ: Ο καρπός της μηλιάς είναι ψευδής. Το βρώσιμο τμήμα αποτελείται από ιστούς που προέρχονται από την πάχυνση της βάσης του κάλυκα, της στεφάνης και των στημόνων. Έχει ποικίλο σχήμα, από σφαιρικό έως επίμηκες, σάρκα τραγανή ή αλευρώδη, εύχυμη, γλυκιά, όξινη ή υπόξινη και τα σπέρματα είναι καφέ απόχρωσης.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Η καλλιέργεια της μηλιάς σε μορφή συστηματικών οπωρώνων εντοπίζεται κυρίως στην κεντρική και δυτική Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Πελοπόννησο. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση δέντρων μηλιάς βρίσκεται στην περιοχή του Βερμίου. Καλλιεργείται επίσης στους νομούς Ημαθίας, Πέλλας, Καστοριάς, Μαγνησίας, Λάρισας και Αρκαδίας.
21. Tilia tomentosa-> Φλαμουριά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Δέντρο ύψους 15-30 μ. Κόμη κυκλική και πιο αριά Για αϋπνία, ημικρανίες, βήχα. Ηρεμιστικό, θερμαντικό, διουρητικό, κατά της υπερτασης, αρτηριοσκλήρυνσης και εμπύρετου κρυολογήματος (γρίπη). Το φλαμούρι είναι γνωστό σαν χαλαρωτικό ίαμα για χρήση στη νευρική ένταση. Έχει τη φήμη ότι πραλαμβάνει την αρτηριοσκλήρυνση και την υπέρταση. Η χαλαρωτική του δράση, σε συνδυασμό με τη γενική του επίδραση στο κυκλοφοριακό, το κάνει χρήσιμο σε μερικές μορφές ημικρανίας. Προκαλεί εφίδρωση, γεγονός που εξηγεί την αξία του σε περιπτώσεις εμπύρετων κρυολογημάτων και τη γρίπη.
ΦΥΛΛΑ: Σχεδόν κυκλικά ως καρδιοειδή, μήκους 7-13 εκ., βραχέως οξυκόρυφα. Βάση λίγο ασύμμετρη. Παρυφές απλά ή διπλά πριονωτές ή ελαφρά έλλοβες. Πάνω επιφάνεια βαθυπράσινη, στην αρχή τριχωτή, αργότερα γυμνή, κάτω σκεπασμένη με λευκό ατερόμορφο πίλημα. Μίσχος μικρότερος από το ½ του μήκους του πλατύσματος, πιληματώδης.
ΑΝΘΗ: Σε ταξιανθίες από 5-7 ή και περισσότερα θαμπά, άσπρα άνθη. Κάθε άνθος έχει πολυάριθμους στημόνες, κοντίτερους απο τα κιτρινωπά πέταλα και παραστεφάνη από στημονώδη. Φυλλωειδές βράκτιο συνήθως γλωσσοειδές, πλατύ στην κορυφή, πιληματώδες, ενωμένο με τον επίσης πιληματώδη ποδίσκο, φτάνει ως τη βάση του.
KAΡΠΟΣ: Kάρυο συνήθως ωοειδές, με ασθενείς προεξοχές, σταχτί πίλημα και ξυλώδες περικάρπιο. Ωρίμανση Σεπτέμβριο – Οκτώβριο.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Στη Βαλκανική χερσόνησο, εκτείνεται προς βοράν ως την Β. Ουγγαρία και Δ. Ουκρανία. Επίσης εμφανίζεται στη Μ. Ασία. Στην Ελλάδα , σε δάση της Θράκης, Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλίας, Εύβοιας κ.α.
22. Platanus orientalis –Πλάτανος
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Ο Πλάτανος είναι γένος ιθαγενών δέντρων του βορείου ημισφαιρίου. Οι υποκατηγορίες του είδους αυτού ανήκουν στην οικογένεια των Πλατανοειδών.
Πρόκειται για μεγάλα δέντρα, με ύψος που κυμαίνεται από 30 έως 50 μέτρα, φυλλοβόλα (εκτός από το είδος P. kerrii) και συναντώνται στις όχθες ποταμών και γενικά σε υγροτόπους, μπορούν όμως να επιβιώσουν και στην ξηρασία. Το υβριδικό είδος πλάτανος του Λονδίνου προσαρμόζεται χωρίς προβλήματα σε αστικό περιβάλλον, αλλά και γενικά τα περισσότερα είδη.
Στην Ευρώπη είναι γνωστά με το όνομα πλάτανος, ενώ στη Βόρεια Αμερική με το όνομα συκομουριά. (Εκτός Βόρειας Αμερικής το όνομα "συκομουριά" αναφέρεται είτε στο είδος φίκου (Ficus sycomorus) ή στο είδος Great ή Sycamore Maple (Acer pseudoplatanus).
Στην Ελλάδα, ο πλάτανος είναι επίσης συνδεδεμένος με πολλές παραδόσεις ενώ μεγάλα μακρόβια πλατάνια έχουν μείνει ονομαστά. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο πλάτανος του Ιπποκράτη στην Κω, όπου, με τη συλλογή φύλλων του μαζί με σκόρδο, κυδώνι, σταφύλι και ρόδι δημιουργείται μια αρμαθιά που λέγεται αρκιχρονιά, έθιμο τελούμενο κάθε 1η Σεπτεμβρίου, αρχή του εκκλησιαστικού έτους. Παραδείγματα αποτελούν επίσης ο πλάτανος της μονής του Αγίου Γερασίμου στηνΚεφαλλονιά, από τον οποίο οι προσκυνητές παίρνουν φύλλα για φυλακτό και ο πλάτανος δίπλα στο ιστορικό γεφύρι της Άρτας, όπου λέγεται ότι ο Αλή Πασάς κρεμούσε από τα κλαδιά του τους χριστιανούς.
Πολλά χωριά και τοποθεσίες οφείλουν τα ονόματά τους στο δέντρο αυτό, όπως Πλατανόβρυση, Πλατάνα, Πλατανάκια, Πλάτανος και άλλα. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Δίας και η Ήρα παντρεύτηκαν κάτω από ένα πλάτανο κοντά στη Κνωσσό.
ΦΥΛΛΑ: Παλαμοσχιδή, μεγάλα, πλάτους 10-20 εκ., λοβούς και κόλπους που φθάνουν σχεδόν ως τη μέση του φύλλου. Παρυφές λοβών έντονα οδοντωτές. Βάση σφηνοειδής, σπάνια κολοβή ή καρδιοειδής. Πάνω επιφάνεια πράσινη, κάτω με ανοιχτότερο χρώμα, στην αρχή πιληματώδης, αργότερα γυμνή. Παράφυλλα φυλλόμορφα, οδοντωτα, περιβάλλουν το μίσχο. Μίσχος μεγάλος, διογκωμένος στη βάση σε κωνικόμορφη καλύπτρα, που περικλείει μασχαλιαίο οφθαλμό.
ANΘΗ KAIKAΡΠΟΣ: Καθώς τα άνθη ωριμάζουν, μετατρέπονται σε σφαιρικούς καρπούς, ενώ 3 έως 7 τριχωτά σέπαλα μετακινούνται στη βάση τους. Τα πέταλα είναι συνήθως 3 έως 7. Τα αρσενικά άνθη είναι ξεχωριστά από τα θηλυκά, αλλά πάνω στο ίδιο φυτό (μόνοικα). Ο αριθμός των ανθέων που βρίσκονται σε ένα σύμπλεγμα ενός συγκεκριμένου δέντρου (ταξιανθία) χαρακτηρίζει και το είδος του (βλ. παρακάτω πίνακα). Το αρσενικό άνθος έχει 3 έως 8 στήμονες, ενώ το θηλυκό έχει ωοθήκες με 3 έως 7 υπέρους. Ο πλάτανος επικονιάζεται με τον άνεμο. Τα πέταλα των αρσενικών ανθέων πέφτουν και έτσι απελευθερώνεται η γύρη.
Μετά τη γονιμοποίηση, τα θηλυκά άνθη μετατρέπονται σε αχαίνια, τα οποία θα σχηματίσουν τον σφαιρικό καρπό. Συνήθως, ο πυρήνας της σφαίρας έχει διάμετρο ενός εκατοστού, ενώ με ξεφλούδισμα έχει διάμετρο ενός χιλιοστομέτρου, διακριτός με γυμνό μάτι. Ο καρπός έχει διάμετρο 2,5 έως 4 εκατοστά και περιέχει αρκετές εκατοντάδες αχαίνια, καθένα από τα οποία είναι κωνικό και βρίσκεται στην επιφάνεια του καρπού. Σε κάθε αχαίνιο υπάρχουν πολλές λεπτές ίνες με κιτρινοπράσινο χρώμα. Αυτές οι ίνες βοηθούν τον καρπό να μεταφέρεται μακριά από το δέντρο, όπως συμβαίνει και στην πικραλίδα.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Στη ΝΑ. Ευρώπη ως τη Μικρά Ασία.Στην Ελλάδα , σε όλη τη χώρα κοντά σε όχθες των ποταμιών και σε χαραδρώσεις.
23. Ulmus laevis-> Καραγάτσι ή Φτελιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Δέντρο ύψους 20-30 μ. Κόμη σε νεαρή ηλικία κωνική, αργότερα πλαταίνει. Φλοιος στην αρχή λείος, σταχτοκαστανός, αργότερα σχηματίζεται πλούσιος σε φλοιό ξηρόφλοιο, Σχίζεται με επιμηκείς και εγκάρσιες σχισμές σε ορθογώνια ή οκταγωνικά τεμάχια. Το ξύλο της φτελιάς είναι περιζήτητo. Έχει μοναδικά νερά, συχνά με ίνες «συνυφασμένες» (τα νερά αλληλoδιασταυρώνονται). Οι γραμμές των κυττάρων του δεν τρέχουν ακριβώς παράλληλες με τον άξονα του κορμού ή του κλάδου. Συνεπώς η ξυλεία δεν σκίζεται εύκολα. Για χιλιετίες, ξύλο φτελιάς έχει χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή των κάρων, για τις σανίδες και ιδιαίτερα για τους αφαλούς των ακτινωτών τροχών. Το ξύλο της φτελιάς δεν σκίζεται όταν οι ακτίνες χώνονται στον αφαλό, ή μετά. H πρώτη γραμμένη αναφορά στη φτελιά (πτελέα) έγινε στους καταλόγους στρατιωτικών εφοδίων της Κνωσού στη μυκηναϊκή εποχή. Μερικά από τα άρματα είναι από πτελέα (« πτε-ρε-ϝα »), και οι κατάλογοι αναφέρουν φτελιανούς τροχούς δυο φορές. Ο Ησίοδος λέει ότι αλέτρια επίσης ήταν συνήθως από πτελέα. Επειδή δεν σαπίζει όταν είναι διαρκώς βρεγμένη, για αιώνες η ξυλεία της φτελιάς χρησιμοποιόταν στην Ευρώπη για υδαταγωγούς και σωλήνες νερού, και στην κατασκευή των υδραντλιών.
Στην Ευρώπη επίσης, από την κλασική εποχή μέχρι σήμερα, η φτελιά χρησιμοποιόταν στη ναυπηγική, και είναι, μαζί με τη δρυ, ένα από τα δύο βασικά είδη σκληρής ξυλείας για την κατασκευή του σκελετού των καραβιών. Tην κλασική εποχή, όπως μας λέει o Θεόφραστος (Περί φυτών αιτιών), τα εσωτερικά τμήματα των εμπoρικών πλoίων, και oι πλώρες των τριηρών, κατασκευάζονταν από ξύλο φτελιάς. Για αιώνες τo Βρετανικό Ναυτικό χρησιμοποιoύσε την ξυλεία φτελιάς για την κατασκευή των καρίνων των καραβιών. Όλα τα μεγάλα καΐκια κατασκευασμένα στην Eλλάδα πριν τη δεκαετία του '50 που υπάρχουν ακόμα, έχουν τα στραβά τους, τα μπρατσόλια τους, όπως και όλα τα βασικά στοιχεία του σκελετού, από ξύλο φτελιάς. Kαράβια για λίμνες και ποταμούς επίσης, όπως στην Eλλάδα τα χαρακτηριστικά καράβια της Καστοριάς, κατασκευάζονται από ξύλο φτελιάς. Το είδος φτελιάς με τo σκληρότερο και βαρύτερο ξύλο είναι η Bραχoφτελιά Ulmus thomasii (Πτελέα του Τόμας) από τη Βόρεια Αμερική, που μεγαλώνει πολύ αργά. H ξυλεία της χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή των καρίνων των καραβιών, των αποβαθρών, και των σωσίβιων λέμβων.
Tα χαρακτηριστικά μεγάλα μεσαιωνικά τόξα των στρατευμάτων της εποχής, ιδιαίτερα στην Αγγλία αλλά και στην υπόλοιπη μεσαιωνική Eυρώπη επίσης, κατασκευάζονταν συνήθως από ξύλο ίταμου ή φτελιάς.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει τη χρήση του φυλλώματος της φτελιάς για κτηνοτροφή, μια χρήση που συνηθιζόταν μέχρι πρόσφατα στην Ευρώπη και στην Aσία. Ο Διοσκουρίδης μάλιστα λέει ότι για τoν άνθρωπο τα νέα φύλλα μπορούν να βραστούν ως χόρτα. Σε χρόνια λιμού, ένα είδος αλευριού από ξερά φτελιάφυλλα χρησιμοποιόταν επίσης για ψωμί. Οι σπόροι είναι πιο θρεπτικοί, με 45% πρωτεΐνη.
Eνώ η φλούδα της δρυός είναι όξινη, εκείνη της φτελιάς είναι αλκαλική. (Οι φτελιές δεν ευδοκιμούν στo όξινo χώμα με μικρή περιεκτικότητα ασβέστιο.) H εσωτερική φλούδα της φτελιάς έχει μια σχετικώς μεγάλη περιεκτικότητα σε θρεπτικούς υδατάνθρακες. Eκείνη του είδους Πτελέα η πυρόχρους - Ulmus rubra - ήταν μια σπουδαία βασική τροφή των ιθαγενών πληθυσμών της Βόρειας Αμερικής. Κομμένη σε φέτες και βρασμένη, η εσωτερική φλούδα της βουνoφτελιάς (Ulmus glabra) συντήρησε πολλούς από τον αγροτικό πληθυσμό της Νορβηγίας κατά τον μεγάλο λιμό του 1812.
H εσωτερική φλούδα της φτελιάς είναι στυπτική και αντιφλεγμoνώδης. Ο Διοσκουρίδης σύστησε τη χρήση της ως φάρμακο, για μολύνσεις και πληγές. H φτελιά που σήμερα χρησιμοποιείται συνήθως στην παρασκευή των φαρμάκων είναι το είδος Πτελέα η πυρόχρους - Ulmus rubra (“Slippery elm”) - από τη Βόρεια Αμερική.
ΦΥΛΛΑ: Δίσειρα, ελλειψοειδή ως ωοειδή, μήκους 5-15 εκ. Πολύ ασύμμετρα στη βάση, έντονα και μακρυά οξυκόρυφα, παρυφές διπλα πριονωτές,πάνω επιφάνεια πράσινη, γυμνή ή αραιά τριχωτή γυαλιστερή, κάτω με ανοιχτότερο χρώμα και βραχύ, μαλακό τρίχωμα, μίσχος βραχύς μήκους 0,5-0,8 εκ., ζέυγη νεύρων 12-19.
KAΡΠΟΣ: O καρπός της φτελιάς είναι ένας επίπεδος μεμβρανώδης ημιδιάφανoς δίσκος, μεγέθους μικρού κέρματος, που ονομάζεται «σαμάρα», περικλείoντας στη μέση του το μονό σπόρο.
ΑΝΘΗ: Στα περισσότερα είδη τα μικρά άνθη εμφανίζονται πριν από την έκπτυξη των φύλλων, νωρίς την άνοιξη. Tα άνθη δεν έχουν ούτε κάλυκα (σέπαλα) ούτε στεφάνη (πέταλα), και δεν παράγουν νέκταρ: επικoνιάζoνται από τον άνεμo. Tα άνθη είναι ερμαφρόδητα, μα εκτός αν είναι παρούσα η γύρη από μιαν άλλη φτελιά, οι σπόροι δεν γίνoνται βιώσιμοι.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Στη μέση νοτιοανατολική Ευρώπη και ανατολική Ευρώπη και στο Δ. Καύκασο. Στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, Θεσσαλία, Εύβοια, και Λακωνία.
24. Ficus carica-> Συκιά
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Η συκιά (επιστ. Συκή η καρική και Συκή η κοινή, Ficus carica) είναι δικοτυλήδονοφυτό που ανήκει στο γένος Συκή και στην οικογένεια Μορεοειδή. Είναι δέντρο πολύ κοινό στην Ασία, στη Μέση Ανατολή και στις Μεσογεικές χώρες. Η καλλιέργειά της εισήχθη και στην Αμερική τον 18ο-19ο αιώνα. Είναι η συκέη ή συκή των αρχαίων. Ευδοκιμεί σε περιοχές με θερμό και δροσερό κλίμα και σε υψόμετρα μέχρι 1700μ. Οι καρποί της τρώγονται νωποί ή ξεροί.
Η καλλιέργεια της συκιάς ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη στην νεότερη Ελλάδα, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην διατροφή του πληθυσμού και αποτελούσε βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Πριν τον Β' ΠΠ αντιπροσώπευε το 20% της αξίας των εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων.
Στη σύγχρονη Ελλάδα έγινε εισαγωγή μοσχευμάτων από την περιοχή της Σμύρνης το 1908, τα οποία μοιράστηκαν σε Αγρότες της Μεσσηνίας. Την περίοδο 1930-1935 η παραγωγή σύκων στην Μεσσηνία ανήλθε σε 10.200 τόνους, ενώ το 1994 τα στοιχεία δείχνουν παραγωγή 5.236 τόνων.
Το 1929 ιδρύθηκε στο Υπουργείο Γεωργίας το ειδικό γραφείο προστασίας των ελληνικών σύκων, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι το 1952 οπότε και ιδρύθηκε η συνεταιριστική οργάνωση "ΣΥΚΙΚΗ" υπό την εποπτεία του Υπ. Γεωργίας και της Αγροτικής Τράπεζας. Σκοπός της ήταν η προστασία της συκοπαραγωγής και η βελτίωση της διάθεσης και εξαγωγής των προϊόντων.
ΑΝΘΗ: Το σύκο, από βοτανική άποψη, δεν είναι τυπικός καρπός αλλά μια κοίλη ανθοδοχή που ονομάζεται ταξιανθία. Η ανθοδόχη περιέχει έναν μεγάλο αριθμό ανθέων που συνήθως ανέρχεται σε πολλές εκατοντάδες. Το είδος και ο αριθμός των ανθέων διαφοροποιούνται σημαντικά στους δύο βασικούς τύπους δέντρου της συκιάς που είναι:
- Η άγρια συκιά (αρρενοσυκιά) η οποία είναι δένδρο μόνοικο διότι οι ταξιανθίες του περιέχουν και αρσενικά και θυλυκά άνθη.
- Η θηλυκή η οποία είναι δένδρο δίοικο διότι έχει μόνο θηλυκά άνθη τα οποία για να γονιμοποιηθούν απαιτείται μεταφορά γύρης απο τα αρσενικά άνθη της αρρενοσυκιάς.
KAΡΠΟΣ: Σύκο είναι ο καρπός της συκιάς που συναντάται αυτοφυές σχεδόν σε όλη τη Μεσόγειο και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές του κόσμου για τους εδώδιμους καρπούς της.Το σχήμα είναι στρογγυλό με αμβλεία μύτη στο μέρος του κοτσανιού και επίπεδο στη βάση, μοιάζει με σακούλα. Η τομή ενός σύκου πριν αρχίζει να ωριμάζει μοιάζει με το σχήμα μπαστούνι της τράπουλας. Αρχικά είναι πράσινο και καθώς οριμάζει είται γίνεται βιολετί είτε καφεπράσσινο και ζαρώνει. Η ψίχα κάτω από τη φλούδα έχει μικρό πάχος και είναι άσπρη, ενώ πιο μέσα ο καρπός είναι κοκκινωπός, όπου βρίσκονται πολλά κουκούτσια. Τα κουκούτσια είναι μικρά και συγκρατώνται με ίνες μέσα σε ημίρευστη μάζα, όπως στη ντομάτα, με τη διαφορά ότι το σύκο είναι έντονα ινώδες και αδιαφανές.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Σήμερα στην Ελλάδα η συκιά συνεχίζει να καλλιεργείται στο νομό Μεσσηνίας, όπου υπάρχουν συστηματικοί οπωρώνες. Λιγότερο συστηματικά καλλιεργείται στους νομούς Λακωνίας και Αττικής, στην Κύμη, το Πήλιο και ορισμένα νησιά. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του 1991, ο συνολικός αριθμός των δέντρων ήταν 5 εκατομμύρια και ή εγχώρια παραγωγή σύκων έφτανε τους 87.000 τόνους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO), σε σύνολο 1.000.000 τόνων της παγκόσμιας παραγωγής, Η Ελλάδα ήταν δεύτερη στην κατάταξη μετά την Τουρκία (314.000) και ακολουθούσαν το Ιράν, η Αίγυπτος, το Μαρόκο και η Ισπανία. To 2009 η παγκόσμια παραγωγή ανήλθε σε περισσότερους από 1.118.000 τόνους, με πρώτη την Αίγυπτο (350.000 τ.), δεύτερη την Τουρκία (244.000 τ.) και στη συνέχεια άλλες χώρες της Μεσογείου. Η ελληνική παραγωγή μειώθηκε σε μόλις 20.376 τ. και κατέλαβε την 11η θέση.
25. Sorbus domestica->Σορβιάηοικιακή
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Φυλλοβόλα δένδρα ή θάμνοι, χωρίς αγκάθια. Η Σορβιά ή Αγριοκυδωνιά είναι κατ' εξοχήν ένα δέντρο μαγείας και μυστηρίου. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν ότι οι μαντικές ικανότητες του Τειρεσία προέρχονταν από το ραβδί σορβιάς που κρατούσε, ενώ οι Κέλτες θεωρούσαν πως φυλακίζει τα κακά πνεύματα. Κατά κοινή ομολογία, αποτελούσε το αγαπημένο φυτό των Νεράιδων, των Νυμφών και άλλων μαγικών πλασμάτων. καρποί της σορβιάς είναι αχλαδοειδείς, κίτρινοι και περιέχουν βιταμίνη C, τανίνη και υδροκυανικό οξύ (το οποίο εξαφανίζεται με το μαγείρεμα). Λέγεται ότι βοηθά στην έκκριση των γαστρικών υγρών ενώ καταπολεμά την έλλειψη της όρεξης. Η Σορβιά Eίναι δέντρο που φυτρώνει στις πύλες των νεραϊδόκοσμων
φτάνει σε ύψος 15 μέτρων αλλά συναντιέται και σαν θάμνος,
τα άσπρα άνθη της κάθε Άνοιξη δίνουν ένα πολύ όμορφο θέαμα ανάμεσα στο πράσινο φύλλωμα.
Oι πολύχρωμοι καρποί της σαρκώδης και με έντονα χρώματα κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί και καστανός τραβούν όλα τα ζώα του δάσους
και φυσικά τα αιθέρια όντα αγαπούν πολύ τέτοια δέντρα και τα θέλουν κοντά τους!
ΦΥΛΛΑ: Kατ’ εναλλαγή, σύνθετα, φτερωτά, περιττόληκτα, με 9-19 επιμηκή, λογχοειδή, βραχυκόρυφα, και σχεδόν άμισχα φυλλάρια. Παρυφές έντονα πριονωτές. Πάνω επιφάνεια βαθυπράσινη, κάτω σταχτοπράσινη, σε νεαρή ηλικία πιληματώδης.
ΑΝΘΗ: Σε όρθιους, λευκούς ή κοκκινωπούς, σύνθετους, πιληματώδεις κορύμβους. Οωθήκη 5χωρη, συνήθως με 5 στύλους. Άνθηση το Μάϊο.
ΚΑΡΠΟΣ: Ραγοειδής, ωοειδής ή αχλαδοειδής, διαμέτρου 12-14 χιλιοστά, ώριμος κίτρινος με κόκκινες παρειές, φαγώσιμος. Σπέρματα 5, καστανά, ισχθρά γωνιώδη. Ωρίμανση τον Σεπτέμβριο του χρόνου ανθήσεως.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Στη μέση και νότια Ευρώπη, Β. Αφρική και Μικρά Ασία. Σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σε δάση ή καλλιεργούμενη.