Πρόσβορο – Δέλνο, Το χωριό μου
Α |
|
Αγλήγορα γρήγορα Αγρουκούμπανος αγριοτούμπανος (έντομο) Αδήμτου ύφασμα μάλλινο καμωμένο στον αργαλειό και στα μαντάνια Ακαλνώ καλώ Αλάργα μακριά Αλίχουδα λαίμαργα ( μη τρως αλίχουδα) Άλτσους αλυσίδα Αμαρκάλτστο αζευγάρωτο πρόβατο Αμπάρ ξύλινο κιβώτιο για αποθήκευση σιταριού Αμπίραβος νωθρος, ανίκανος Αμπόλ εμβόλιο Άμπουρας ατμός Αμπώχνου – Άμπουγμα σπρώχνω – σπρώξιμο (μ΄άμπωξε) Αντάρα ομίχλη πυκνή Αντιριούμι ντρέπομαι Αντράλα ζάλη Αντραλιάζομαι ζαλίζομαι Αξυάλ εργαλείο για το καθάρισμα του αλετριού Απόλκα άφησα Απολοϊούμι απολογούμαι, απαντώ (γιατί δεν απολοϊέσαι) Απόπατους αποχωρητήριο Απόρξα απέβαλα (πολλές προβατίνες απόρξαν) Αποσταίνου κουράζομαι Απόστασα κουράστηκα Απουκρένουμι απαντώ |
Απουλνώ αφήνω Αράδα σειρά Αραδιάζω βάζω στη σειρά Αργάζου (το τομάρ) επεξεργάζομαι (το δέρμα) Αρίτσιους σκαντζόχοιρος, καρναβίτσα, μπρανταβίτσα Αριτσώνω - Αριτσώνομαι σηκώνεται η τρίχα (αριτσώνει η γάτα), μ.τ.φ. θυμώνω (αυτός αριτσώθηκε) Αρμανίσιος απολίτιστος, έξω από τον κόσμο, ακοινώνητος Αρμόζμους γάρος του τουρσιού Αρτιρνώ περισσεύω, εξέχω Αρχάνω κάνω κάτι από ζεστό κρύο (άφστο ν΄αρχάν: άστο να κρυώσει) Αρχότ περιβάλλον με δροσιά ή δροσερό αέρα (έχει αρχότ) Ασβάρνα παρασέρνω (τα πήρε ασβάρνα) Ασκιένουμι σιχαίνομαι Αστραπόκαμα κάψιμο από κεραυνό Αστρέχα η προεξοχή,το γείσο της στέγης Αυλαγάς γεωτεμάχιο στην άκρη κοντά στον οικισμό Αφκριούμι προσπαθώ να ακούσω, αφουγκράζομαι Αχαμνά ανδρικά γεννητικά όργανα Αχμάκς μπουνταλάς Αχούρ στάβλος Αψχώ λυπάμαι |
Β |
Γ |
Βαέν βαρέλι Βαΐζου γέρνω, μισοκλείνω (βάισε τη ζαβόρτσα) Βακούφκου εκκλησιαστικό κτήμα Βαρκός ελώδες μέρος Βατεύω ζευγαρώνω για γάτες, κουνέλια Βατσνιά άγρια βατομουριά Βιρβιρίτσα σκίουρος Βιρός βαθιά γούβα νερού σε ποτάμι Βιτούλ δίχρονο κατσίκι Βόμπιρας διαβολεμένος Βουγγούρια εξογκώματα στα βοοειδή που προκαλούνται από τσίμπημα εντόμου που προκαλεί το στρέκλιασμα (αφηνιασμό) Βουμπερλίκι τέχνασμα, κόλπο, διαβολιά (ήξερε από βουμπερλίκια) Βουνιά κοπριά αγελάδας Βουρίζου ζευγάρωμα γουρουνιών (βούρσι η σκρόφα) Βουρλό τρελό Βρουμούσκια μυρμήγκι που βρωμάει |
Γαλάρια γίδια και πρόβατα που έχουν γάλα Γαλατσίδα ρόκα καλαμποκιού όταν βρίσκεται στο γάλα, ημιώριμη Γαργαρίζωκαθαρίζω καλά, λευκαίνω Γεράνιο μπλε σκούρο Γινάτ γινάτι, πείσμα Γιόμα απόγευμα Γιοματίζω τρώω μεσημεριανό Γιουργάν μάλλινο σκέπασμα Γκαβαλλίνα περιττώματα από πρόβατα Γκαβανάς τυφλός Γκαβός τυφλός Γκαβώνομαι τυφλώνομαι Γκαγκαράτσα περιττώματα απόγίδια Γκαλγκούτς κουβαλάω κάποιον στις πλάτες (τον πήρα γκαλγκούτς) Γκαλμπένια καλοπιάσματα, φιλοφρονήσεις, καλμπένια (μας χόρτσασε γκαλμπένια) Γκαμπέτας άνδρας χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις μεγάλης ηλικίας Γκανταλνιέμαι γαργαλιέμαι Γκανταλνώ γαργαλάω Γκασανίτσες - Γκουσανίτσες πράσινες κάμπιες Γκαφάλ χαζός Γκαχιλώνα χελώνα Γκέσα γίδα με μαυροκόκκινο χρώμα, γκιόσα Γκέσο κατοικίδιο ζώο με μαυροκόκκινο χρώμα |
Γκζικ (Κσικ) να γιν ας γίνει, ότι θέλει να γίνει, δεν βαριέσαι Γκζουπ κούτσουρο από ρίζα δένδρου Γκιζιράω-ώ γυρίζω άσκοπα, τριγυρνάω Γκιλνιούμι κυλιέμαι Γκιντέρια – Γκιντέρ στενοχώρια, βάσανα Γκιορντάν κόσμημα στον στήθος κρεμασμένο από το λαιμό Γκιόσα γκέσα Γκιούμ σκεύος πόσιμου νερού από χαλκό Γκισέμ τραγί οδηγός κοπαδιού Γκλάρας ψηλός και άχαρος Γκόλιαβος γυμνός Γκόλιος γυμνός Γκοργκόλα μεγάλη στρογγυλή πέτρα Γκορτσιά ειδική ποικιλία αχλαδιάς Γκόρτσο είδος αχλαδιού Γκούβα γούβα, λακκούβα Γκουγκουλεύω – Γκουγκουλεύομαι χαϊδεύω – χαϊδεύομαι, μ.τ.φ φροντίζω (το φαγητό θέλει γκουγκούλευμα) Γκουμούλ σβώλος, λασπωμένο κακοφτιαγμένο ψωμί, ζυμάρι Γκουμπτζαλνάω φαγουρίζω (με γκουμπτζαλνάν τα μάτια) |
Γκουργκόλα στρόγγυλη πέτρα Γκουρλίζωμούγγρισμα γουρουνιού Γκουρλώνουμαι πνίγομαι στο λαιμό Γκουσγκουνεύου περιεργάζομαι έναν χώρο, ψάχνω να βρω κάτι Γκούσια λάρυγγας Γκουστιρίτσα σαύρα Γκουταλνώ γαργαλάω Γκούχας βήχας Γκουχώ βήχω Γκουντουσλίκκουτσομπολιό Γκουντουσλίκου κουτσομπόλα Γκραμπατζώνουμι γραπώνομαι Γκραφαλνώ κάνω θόρυβο Γκργκλας φάρυγγας Γκριζιάλα γκρίνια Γκριτζανιέμι φαγουρίζομαι Γκριτζανώ ξύνω, γρατζουνώ Γκριτσλιάνους λάρυγγας Γκτζούν - Γκτζιούν γουρουνάκι Γκτζουπ κούτσουρο από ρίζα δένδρου Γουμαρούλι μικρό γαϊδούρι, γαϊδουράκι Γουργουλωτός στρόγγυλος Γριντιά γριδιά, δοκάρι στέγης Γυνί υνί αλετριού |
Δ |
Ε |
Δάχλου δάχτυλο Δειφτέρ τεφτέρι Δερποφτήμπρατίμισσα, άγαμη κοπέλα που βοηθάει τη νύφη στο γάμο Διαλάζ αστράφτει Διματκό καλάμι από σίκαλη για δέσιμο δεματιών, δεμάτι Διρμόν είδος κόσκινου με μεγάλες τρύπες Δισάκι διπλός σάκος Δλειά δουλειά Δλεύου δουλεύω Δοκιούμι θυμάμαι Δόξα ουράνιο τόξο Δουλεφτάρς δουλευταράς Δραγάτς αγροφύλακας Δρασκλιά δρασκελιά |
Έκα περίμενε, στάσου Έρετι έρχεται Έρουμι έρχομαι Έρσμοερχομός Έσδαψασκόνταψα Ετσγιά έτσι Εφτάμσ’ παρά πέντεπέρα βρέχει |
Ζ |
|
Ζαβλακόνομαι νοιώθω αδυναμία Ζαβόρτσα αυλόπορτα Ζαβόςλοξός Ζακαλνιέμαι κουνιέμαι, δεν με κρατάει ο τόπος (για μικρό παιδί),( τι ζακαλνιέσαι και δεν κάθεσαι καταεί) Ζακαλνιέμι ζακαλνιέμαι Ζαλίκι φορτίο στην πλάτη Ζαλικώνω παίρνω το φορτίο στην πλάτη Ζαμουλνάωζουλάω (Δεν το ξέρει ο Πέτρος) Ζαμπούνα είδος πρόχειρης σφυρίχτρας Ζαπ(ι) περιορισμός (δεν έχει ζάπι, δεν έχει όρια) Ζαπώνω οικειοποιούμε ξένα πράγματα Ζαράλ αταξία Ζαρζαβούλ βενζεβούλ, διάβολος, ανήσυχος, υπερκινητικός Ζαρώνου κάθομαι στην άκρη ήσυχος, μαζεύομαι Ζγκαλώνου σκαρφαλώνω Ζγκολομπίες δυσκολίες, εμπόδια Ζγούρ διετές πρόβατο Ζεύλα ζυγός ζώου οργώματος Ζιάμπα είδος βατράχου με χοντρή κοιλιά, μ.τ.φ. κοιλαράς Ζιάμπακας είδος βατράχου Ζιαμπνιάκ μικροοργανισμοί και υπολείμματα μικροοργανισμών που επιπλέουν στα στάσιμα νερά |
Ζιαμπώ πατάω δυνατά, πιέζω Ζιαρ χωνεμένα κάρβουνα με πολύ πύρα (βάλε το φαΐ στη ζιαρ, ζιαρ τα μάγουλα) Ζιμάτ’σα ζεμάτησα Ζιματώ ζεματάω Ζιουγκάρ εξόγκωμα Ζιούλο μαλακόυπερώριμο φρούτο Ζιούνα ο καρπός της καστανιάς με το κάστανο, τη φλούδα και τα αγκάθια Ζιούνταβος αρρωστιάρης, κάτι ή κάποιος που δεν έχει αναπτυχθεί κανονικά Ζιούσκα φούσκα στο σώμα Ζκούχτιο γυναίκα με άτσαλες κινήσεις που προδίδουν χαμηλή νοημοσύνη (ντιπ ζκούχτιο ειν΄αυτή) Ζλάπ ζώο άγριο,λύκος (ζλαπ με το ζλαπς) Ζμί ζουμί Ζόρμπα παίρνω κάτι δια της βίας, παίρνω κάτι με το έτσι θέλω (ζόρμπα μου το πήρε) Ζούζουλο μικρό έντομο, ζουζούνι Ζουμπούλ το κινούμενο αντίβαρο μέρος του κανταριού Ζουρλαίνου τρελαίνω Ζουτλιάρς- Ζούτλιαρς ζητιάνος , να σε φυλάει ο θεός από και καινούριο νοικοκύρ΄και παλιό ζούτλιαρ |
Η |
Θ |
Ηλιάζου λιάζω Ηλιάτσι γιατρικό Ημιράδ είδος βελανιδιάς |
Θαμαίνουμι απορώ, αναρωτιέμαι (θαμαίνουμι γιατί έφυγε αυτός) Θάρουμ ίσως (θάρουμ γιν΄καλά) Θερμασιά πυρετός Θηλουσιά το θολό νερό του ποταμού Θκομ δικόμου Θλίτσα θηλιά Θλύκι θυλίκι παντελονιού Θλυκώνου κουμπώνω, μ.τ.φ. ταιριάζω, τακτοποιώ κάτι αποτελεσματικά (το θλύκουσα) |
Ι |
|
Ίβλιπα έβλεπα Ιλιάτς φάρμακο, γιατροσόφι Ίνγκλα το λουρί του σαμαριού που δένει στην κοιλιά του ζώου Ίνουρου όνειρο Ιτότις τότε |
Ιρμάδια ρημάδα Ισιάζου ισιώνω Ισκιάδσκιά Ιχτέ χθες Ιψέ εψές |
Κ |
|
Καζάκα μπλούζα χωρίς μανίκια, φορείο μεταφοράς φορτίου με δύο άτομα Καθώρ μαυρίλα στον ουρανό, μπουρίνι (έρχεται καθώρ) Κακάβι μπρούτζινο μεγάλο ανοιχτό δοχείο με στεφάνινο χερούλι για κουβάλημα νερού ή γάλατος Κακαβούλμικρό κακάβι Καλή προμήθειακαλά μυαλά (προμήθεια να σε δως΄ο θεός, πολλά χαρίσματα) Κάλεσο πρόβατο ή γίδι με σχεδόν κατάμαυρο πρόσωπο Καλμπένια γκαλμπένια Καμπινέ αποχωρητήριο Καναράς κοπάδι κατσικιών ή αρνιών για εμπόριο Κανέστρα είδος πανεριούψάθινου ή λιγαριάς, κανίστρι Κανίστρι κανέστρα Κανκάνας κανένας (αυτός είναι κανκάνας, τιποτένιος, άχρηστος) Κανκαπού πουθενά Κανούτο γίδα ή γίδι με τρίχωμα γκρι ή σταχτί Καντάρ ξύλινο δοχείο ωςμέτρο ζυγίσματος σιτηρών ίσο με σαράντα τέσσερις οκάδες, ζυγαριά, παλάντζα Κανταριασμένοςστη σειρά, ευθυγραμμισμένος Καντίποτα τίποτα Κάρβο Καρκαλιούμι ξεκαρδίζομαι στα γέλια Κάρνο κάρβουνο Καρπολόι ξύλινο φτυάρι για τη συγκέντρωση του σταχιού και άχυρου στο κέντρο του αλωνιού Καρσί αντίκρυ, απέναντι Κασκαβάλ είδος τυριού, κασέρι Κασταλαή αλισίβα Καταπαστκά με το μάτι, στο περίπου (καταπαστκά είναι δέκα κιλά) Κατασάρι μάλλινο πλεχτό ή υφαντό εσώρουχο, φανέλα Κατιχνιά καταχνιά Κατσιαγιούλ σαγόνι ! Κατσιούλα – Κατσούλα η κουκούλα του μαλιώτου και της κάπας, μ.τ.φ. το σπίτι (στην κατσούλα μας) Κάχτα καρύδι; Κιλίμ υφαντό μάλλινο στρωσίδι κρεβατιού Κιπένγκ-ια πατζούρι; Κουρμπάν το αρνί ή κατσίκι που προορίζεται για τη σούβλα Κουρμπέτης αυτός που γυρίζει στην πιάτσα, γυρίστρας Κούρμπο – Κόρμπο μαύρο γίδι; Κουσεύου - Κουσιέυω τρέχω Κουσιάφια στεγνωμένα φρούτα για κομπόστα, χουσάφια |
Κλαρνώ κόβω τα κλαδιά δένδρου για τροφή γιδιών Κλέντζα τσουλέγκα, τσιλίκα; Κλέτσιους τα μπουμπουκιασμένα τρυφερά κλαδιά των δένδρων για τροφή γιδιών Κλιάστρα το πρωτόγαλα Κλίτσα μπαστούνι τσομπάνη, γκλίτσα Κλιτσιανίκο – Κλιτσινίκο ξύλινο εργαλείο για το δέσιμο του δέματος του σταριού Κλιτσνάρι αδύνατο πόδι Κλούρα κουλούρα Κλούτσα-ες μεταλλικήβελόνα για πλέξιμο (συνήθως στον πληθυντικό) Κλώθουμι στριφογυρίζω Κμάς κουμάσι Κόζα πέτσα, δέρμα; Κόζιαβος πέτσαβος,ζαρωμένος, παλιός; Κοκόσια καρύδι Κόπατσια θάμνοι βαλανιδιάς Κόρδα περίφραξη για φύλαξη του κοπαδιού το βράδυ Κορμόχηρος χήρος Κόσα - Κόσα - Κοσιά,εργαλείο για το κόψιμο του χόρτου εργαλείο για το κόψιμο του χόρτου Κοσεύω τρέχω Κόσια έλα γρήγορα, τρέξε Κουβεντιάζου κουβεντιάζω Κουκουτσέλ μικρά κοκότια, μικρά κοκοράκια Κουκουτσέλας κόκορας Κουκουφάτσες ποπ κορν, πρίτσες Κουλουφέξα πυγολαμπίδα Κουπός άνοιγμα δρόμου μέσα στο χιόνι Κουσιέρα μεγάλο πλεχτό κοφίνι από ιτιά Κουσιός τρέξιμο Κοσκούνι ο ιμάντας της σέλας ιππασίας αλόγου που πιάνεται από τη βάση της ουράς Κουσμέτι δουλειά στο σπίτι, νοικοκυριό, χουσμέτι Κούτκα κούτελο, μ.τ.φ. γεμισμένο μέχρι πάνω Κουτσάκι το πίσω μέρος από το σαμάρι όπου κρεμάνε διάφορα αντικείμενα Κρένου απαντώ, λέω Κρέχτους – Κρέχτο φρέσκο που σπάζει εύκολα Κρίτσανος τραγανός (κρίτσανη πίττα) Κρίτσκα τίγκα, γεμάτο Κρυότ δροσιά προς κρύο, δροσερό Κτώ χτίζω Κυπρί είδος κουδουνιού από ορείχαλκο για γίδια Κυρατζής μεταφορέας με ζώα, αγωγιάτης Κφόγουρνο υποτιμητικός χαρακτηρισμός |
Λ |
|
Λάβα φασαρία (ακούω λάβα) Λαβίζου κάνω φασαρία(τι λαβίζετε) Λαγγίτα ζυμάρι με μαγιά τηγανισμένο σε λάδι, είδος λουκουμά Λαέν λαΐνι πήλινο δοχείο για νερό Λαένα πήλινο τσουκάλι για νερό Λάιο – Λάγιο μαύρο πρόβατο (λάιο αρνί) Λάλος θείος Λανάρι εργαλείο λαναρίσματος μαλλιού Λαναρίζω επεξεργάζομαι, ανοίγω το μαλλί σε ειδικό εργαλείο (λανάρι) Λαφρουκάνταρου μισότρελος, τρελάρας Λαχτάρσα λαχτάρησα, τρόμαξα Λε λε λε, Λέλεμ επιφώνημα συμφοράς, πόνου Λέραβους γεμάτος λέρα, λερωμένος Λέστα έτοιμος, σε ετοιμότητα (λέστα στέκεται να μου το κλέψει) Λετσιάζω λερώνω Λέτσιους πολύ απεριποίητος Λιάκατα πύον Λιάρο παρδαλό ζώο με στίγματα μαύρα Λιγκαβέτσι αγκάθι Λινγκιάζω έχω λόξιγκα |
Λιφτόκαρα λεπτόκαρα, φουντούκια Λόζιαβους ανακατωμένος,ατακτοποίητοςάνθρωπος που μπερδεύει τα πράγματα, ασυνάρτητος μ.τ.φ. τι λόζιαβο είναι το σπίτ΄ Λοζιάζουμι μπερδεύομαι Λόζιους μπέρδεμα (μεγάλος λόζιους) Λόιρα ολόγυρα, γύρω – γύρω ( τι φερν΄ς λόιρα) Λόρθος ολόρθος, όρθιος Λούζνα σημάδι απόπληγή με βαθούλωμα Λουιάζου λογιάζω, σκέφτομαι, συλλογίζομαι Λουκανίτσα λουκάνικο από χοιρινό Λούν άμμος και λάσπη που συγκεντρώνεται στην άκρη του ποταμού Λούτσα ολοκληρωτικό βρέξιμο του ατόμου (μ΄έκανες λούτσα: με κατάβρεξες) Λουτσιάρα μέρος με λάσπη και νερό, νερό με χιόνι στη γη (είναι μια λουτσάρα έξω, δεν έχει που να πατήσεις) Λυκόπιασμα πιάσιμο στον αυχένα Λιμπά αρσενικά γεννητικά όργανα, όρχεις |
Μ |
|
Μαβλάω καλώ το ζώο να έρθει με φωνή, νοήματα ή σφύριγμα Μακανιασμένος νωθρός, αργός στη δράση, μτφ. κοιμισμένος Μαλλιότου μάλλινο υφαντό πανωφόρι με κουκούλα Μαναφλίκι κουτσουμπολιό, λόγια για πρόκληση παρεξήγησης (βάζεις μαναφλίκια) Μαρκάλισμα όλη η διαδικασία μέχρι και το ζευγάρωμα των προβάτων Μαρκαλνιέμαιη προσπάθεια του κριαριού να δεχτεί το ζευγάρωμα η προβατίνα (είναι εποχή που τα ζώα μαρκαλνιούνται), μουρκαλνιέμαι Μαρκάτ γιαούρτι Μαρκιέτι αναμάσημα, μηρυκασμός Μάσιας μασιά, τσιμπίδα για το τζάκι Μασλάτ κουβέντα Μαστάρ-ια στήθος ζώου ή γυναίκας Ματσταλνάωμασάω Μαυλώ φωνάζω τα ζώα να έρθουν σε μένα με ειδικές φωνές ( μαύλισε τη γίδα) Μηχός νερό που βγαίνει από τη γη στα ριζά του βουνού, μπχός Μισάντρα ντουλάπα ξύλινη μεταξύ δύο δωματίων στη θέση του τοίχου αποτελούμενη κάτω από αμπάρι και πάνω από ντουλάπια Μισαριά ο κοινός χώρος, σύνορο των δύο χωραφιών Μιτάρια όργανα του αργαλειού Μλάρ μουλάρι Μόλαβος ήσυχος, ήμερος Μόλτσα σκόρος Μούζγκα λάσπη με στάσιμο δύσοσμο νερό Μουρκαλνιέμαι μαρκαλνιέμαι Μούρτζιαβους λερωμένος στο πρόσωπο, μουτζουρωμένος Μούσζγκαβουςλερωμένος στο πρόσωπο, βρωμιάρης από τεμπελιά, άσκημος, κακός (τι μούσζγκαβους είν΄αυτός) Μούσκλια τα βρύα στα δένδρα Μουτσιαλνώ – Μουτσιαλνάω μασώ |
Μπάπτσες είδος αχλαδιών που ωριμάζουν αργά και διατηρούνται χωρίς να χαλάνε Μπαΐρ ακαλλιέργητο χωράφι Μπάρτζιου ζώο με σημάδι καστανό Μπατζιοτύρ είδος τυριού, μπάτζος Μπζούκα φουσκωτή κοιλιά Μπζούκαρς κοιλαράς Μπιζέρσα βαρέθηκα Μπιλιτζίκι κόσμημα συνήθως ευτελούς αξίας Μπιντές τουαλέτα Μπιστιριά απότομος επικίνδυνος βράχος Μπλιόντα μούσκεμα (μ΄έκανες μπλιόντα, τα μπλιόντισες τα λουλούδια) Μπλιόρ χρονιάτικο κατσίκι ή πρόβατο Μπλιόρα χρονιάτικη προβατίνα ή γίδα Μπναρ πηγάδι Μπόι ύψος, φούστα Μπότσιαρος καρναβάλι,άνθρωπος μεταμφιεσμένος σε βρικόλακα για να τρομάξει τα παιδιά Μπούκλα ξύλινοδοχείο για νερό Μπουμπόλια γεννητικά όργανα ζώου, όρχεις, Μπράγκανα- Μπραγκανιά θαμνώδες φυτό με μικροσκοπικούς εδώδιμους καρπούς, Κράταιγος Μπρανταβίτσα καρναβίτσα, αρίτσους Μπχός μηχός Μσούρα σουπιέρα Μτάρια μιτάρια Μταφ χαλί χοντροδουλεμένο με πρόβειο και γίδινο μαλλί Μπακαλνώ ανοιγοκλείνω τα μάτια Μπακαταρέοι οι κτηνοτρόφοι που παρέμειναν με τα ζώα στο χωριό και δεν πήγαν στα χειμαδιά Μπακάτια κοπάδια που μένουν το χειμώνα στο χωριό Μπάλιο ζώο με ασπρόμαυρο πρόσωπο Μπάκαλα μικρά, στρογγυλά πετραδάκια του ποταμιού, είδος παιχνιδιού με μπάκαλα (έλα να παίξουμε μπάκαλα) Μπαμπατζάνα τροφαντή, ψηλή γεμάτη Μπάμπου γιαγιά |
Ν |
|
Νέννης παππούς Νιρουφαϊά νεροφαγιά Νότ΄σα βράχηκα Νουγώ καταλαβαίνω Νουμπέτ τραγούδια και λόγια της παρέας στο τραπέζι ή στην κάμαρα ή στο μαγαζί (είχαμε νουμπέτ ψες, περάσαμε καλά) Νουτίζω βρέχω,βρέχομαι Νταϊάκι στήριγμα, (σάπιο νταϊάκι: σαθρό στήριγμα) Νταϊακώνω στηρίζω Ντάιμα σχεδόν πάντοτε, συχνά (όταν πήγαινα στο χωριό ντάιμα περνούσα απ΄το μαντρί του Μήτρου) Νταλντώ ορμώ χωρίς φόβο (ντάλντσι ο λύκους) Νταλτζής αυτός που ορμάει αδίσταχτα Ντάμκα κηλίδα, στίγμα, σημάδι (εχ ντάμκα στο πρόσωπο) |
Νταράλς φοβιτσιάρης Ντάτσκα φορτικός (μας έγινε ντάτσκα) Ντερέκι ψηλός Ντίπ καθόλου (ντιπ κατά ντιπ) Ντιρλικώνω τρώω μέχρι σκασμού, καταβροχθίζω (ντιρλίκωσε) Ντλάπ ντουλάπι Ντόμπρους ευθύς, ίσιος χαρακτήρας Ντουλαμάς γυναικείο μάλλινο υφαντό παλτό Ντουρλάπ βροχή ή χιόνι με αέρα (εχ ένα ντουρλάπ έξω) Ντουσιέκ χειροποίητο στρώμα με άχυρο ήκαλαμποκόφυλλα Ντουσμάνους εχθρός, κάποιος που έχει χρόνια να φανεί (ντουσμάνε) Ντραγάτς αγροφύλακας Ντριστέλλα δριστέλα, νεροτριβή |
Ξ |
|
Ξαπουσταίνου ξεκουράζομαι Ξενταρνταλιάζομαι γίνομαι μαλθακός Ξεροτανιέμαι τεντώνομαι Ξιαρίζου φτυαρίζω, καθαρίζω τον σταύλο ή το χιόνι Ξιθαρρεύου ξεθαρρεύω, παίρνω θάρρος Ξίκ να χαθεί, να πάει στο διάβολο (ξικ να γιν) Ξικάμου ξεκάνω (θα σε ξικάμου: θα σε σβύσω) Ξιλουζιάζου ξελογιάζω Ξιμισιάσκα ξεμεσιάστηκα Ξιμπλέτσουτους γυμνός από τη μέση και πάνω, ξεκούμπωτος στο στήθος |
Ξινουμώ φεύγω πολύ μακριά, εξαφανίζομαι Ξιπατουμάρα ξεπατωμάρα, μεγάλη κούραση, μ.τ.φ μη το σκέφτεσαι, μη το δίνεις σημασία (ξιπατουμάρα ας γιν΄) Ξιπατώθκα ξεπατώθηκα, κουράστηκα πολύ, εξαντλήθηκα Ξιπουλνιούμι βγάζω τις κάλτσες, μ.τ.φ. λέω πράγματα που δεν έπρεπε Ξισγκαλώνου ξεσκαλώνω, ξαγκιστρώνω Ξισυλόιαστος αυτός που μιλάει χωρίς να σκέφτεται,απερίσκεπτος, άμυαλος Ξιτλίγουμι αηδιάζω, αναγουλιάζω Ξιτλίχθκα αηδίασα, αναγούλιασα Ξυθμαίνου ξεθυμαίνω |
Ο |
|
Οντάς δωμάτιο υποδοχής, σαλόνι Οντώ επιδιώκω (τι οντάς: τι ζητάς, τι σκοπό έχεις) Ορδινιάζω τακτοποιώ, διευθετώ, σαγλαμώνω Ουρμηνεύου συμβουλεύω, ορμηνεύω |
Ουμνιάζου ομοιάζω Ουπιστιά, Ουπστιά οιμάντας του σαμαριού που πιάνεται κάτω από το γοφό του ζώου Ούρδα τυρί από τυρόγαλα, μυζήθρα Ουρμάν ορμάνι, πυκνό δάσος |
Π |
|
Π΄αγάλια αγάλια, αργά - αργά Πάιαγκας αράχνη Πάισμο πηγεμός Παλαμαριά ξύλινο εργαλείο στην παλάμη της χειρός για κράτημα του θερισμένου σιταριού Παλάντζα είδος ζυγαριάς Παλαύρα χαζομάρα, βλακεία Πάπος παππούς Παρ΄τον αποθωρόσ΄πάψε να έχεις βλέψεις, ξεκόλλα (παρ΄τον αποθωρόσ΄απ΄την Μαριγούλα. Δεν καν΄για σένα) Παρδάγκαλο διακριτόεξόγκωμα, καρούμπαλο Παρτάλ πολυφορεμένο κουρελιασμένο ρούχο, μ.τ.φ. τιποτένιος (χαμένο παρτάλ) Παταριά χαστούκι Πατίκια πατσούκια,μάλλινο πλεκτό υπόδημα για μέσα στο σπίτι Πατόσπους χωμάτινο χωλ Πάτουνα χόρταινα Πατσαλώνω αποχαυνόνομαι Πατσουτός πατσασμένος, πατσουτή μύτη: μικρή και πλακουτσωτή Πεισμάνεψε πείσμωσε Πέρπιρας μικρήπεταλούδα του φωτός, μ.τ.φ. αδύνατος, ισχνός Πέτσκους σκληρός Πιλαλώ τρέχω Πιρδικλώθκα περδικλώθηκα Πιτιλέτςπετραδάκι από τριμμένο βράχο, χαλίκι |
Πιτσίκας αδύνατος Πιτώρια πριν από λίγο, νωρίτερα, προηγουμένως Πκατ από κάτω (πχατ απ΄τον πλάτανο) Πλακαταριά παγίδααπό πλάκα για πουλιά Πλακίδα πουλακίδα, νέα κότα, μ.τ.φ. κορίτσι Πλάλα τρέξε Πλαλώ πιλαλώ, τρέχω Πλιουφάρ νεοσσός, μ.τ.φ. άνθρωπος αδύναμος και κοκκαλιάρης Πλοκός φράχτης ξύλινος Πνάκι ξύλινο βαθύ πιάτο Πούλ μικρό κοτόπουλο Πούλκα πολύ νεαρή κότα (αυτό το αυγό είναι από πούλκα, είναι μικρό) Πρατσαλνώ πλατσανίζω, καταβρέχω Πρέκνα στίγματα στο πρόσωπο Πρίτσες ποπ κορν, κουκουφάτσες Πράμαντα ζώα για μεταφορές (άλογο μουλάρι, γάιδαρος) Προυβάτα μαντρί για πρόβατα Προυστούρα κοιλιά, στομάχι Προυσφώλ αυγό που μπαίνει στη φωλιά της κότας γιανα γεννήσει Προυτσάλιασμα ζευγάρωμα γιδιών Προύχαβο αφράτο, μαλακό Πυρογλιά κληματαριά Πυρουστιά πυροστιά πλάτανο) |
Ρ |
|
Ραγκαβέλα μακρύ ανδρικό μόρια Ραγκαβέλαςυποτιμητική προσφώνηση άνδρα (να περνάει ο ραγκαβέλας) Ριβάν άλογο εκπαιδευμένο για γρήγορο τριποδισμό Ροβ ο καρπός και το φυτό ρόβι Ρόγα μισθός του τσοπάνη για έξι μήνες Ροποτώ κάνω θόρυβο Ρουγκαλνώ ρεύομαι Ρουγκάτσα λάρυγγας Ρουφτένιου άζυμοψωμί από προζύμι ρεβιθιού, αλεύρι και βασιλικό |
Ρουκατζάρια γιορτή στα φώτα ή την πρωτοχρονιά, ομάδα μεταμφιεσμένων προσώπων Ρουμπούλμπόρα Ρουμπουσίτ η ρόκα του αραβόσιτου μετά το ξεσπόριασμα Ρουπουτώ ροποτώ Ρόπουτους χτύπος Ρουχαλνώ ροχαλίζω Ρουχώνω πυρώνω, κοκκινίζω, πυρακτώνω το σίδηρο (ρούχωσε η πυροστιά, ρούχωσε η |
Σ |
|
Σαγλάμκοςέμπιστος, ικανός Σαγλαμώνω ορδινιάζω Σάισμα μάλλινο γίδινο υφαντό, κιλίμι Σακάτης ανάπηρος Σακατλίκ αναπηρία Σαλβάρας πολύ φαρδύ παντελόνι, μ.τ.φ. απεριποίητος αφρόντιστος Σάμα μήπως (σάμα ξερς εσύ, σάμα ήξερα) Σαρμάντζα κούνια για μωρό Σαχνιάζ αλλοιώθηκε, μούχλιασε (σάχνιασε το κρέας) Σγκούραβος σκουριασμένος, λερωμένος, άπλυτος Σδάφτω – Έσδαψα σκοντάφτω Σέβαςσεβασμός Σιάβαρα πολύμικρά σκουπίδια Σιουμαλνώ κουνώ και κάνω θόρυβο σε θάμνους, φύλλα ξερά, κάνω θόρυβο ψαχουλεύοντας Σιούρδος παλαβός Σιουρίζω σφυρίζω Σιούρκα χούφτα υπαίθριας βρύσης Σιούτο κατσίκι χωρίς κέρατο Σκανιάζου στενοχωριέμαι ( μη σκανιάζεις), έχω την έγνοια (σκανιάζω να ΄ρθει) Σκαντλήθρα σπίθα φωτιάς Σκαπετάωκαταπίνω, χάνομαι πίσω από την κορυφογραμμή (σκαπέτησε πίσω από τη ράχη) Σκαπέτος πήγε πίσω από το ύψωμα (τον πήρε ο σκαπέτος) Σκαπιτώ σκαπετάω Σκαρνώ βόσκω το κοπάδι το βράδυ τα μεσάνυχτα, συνήθως το καλοκαίρι Σκάρος η βοσκή κοπαδιού τη νύχτα Σκεζάρια ξύλινα σανίδια από βαλανιδιά Σκλίδα σκελίδα (σκλίδα σκόρδου) Σκόλασα τέλειωσα Σκόλνα τελείωνε Σκοπ ακατέργαστο κλαδί σα ραβδί Σκούζου φωνάζω δυνατά Σκουντός καημένος, ταλαίπωρος ( κάνε πέρα να περάσω ρε σκουντή, τι λες μωρέ σκουντή) Σκούραβος πολύ άπλυτος, σκουριασμένος |
Σιαδώθε προ τα εδώ Σιακάτ προς τα κάτω Σιαπάν προς τα πάνω Σιαπέρα προς τα πέρα (άι σιαπέρα: φύγε από δω) Σιβαίνου μπαίνω Σιμπώ δαυλίζω, υποδαυλίζω, σκουντώ ( σιμπώ τη φωτιά) Σινί ρηχό μεγάλο ταψί Σιόπουτου απόμερο μέρος για αφόδευση Σιούκτε σηκωθείτε Σιουλνάρ στόμιο σωλήνα απ΄όπου τρέχει το νερό εξωτερικής (υπαίθριας) βρύσης Σιουλνάρα πλημμύρα Σκράκος σκορπιός Σλιάρ στυλιάρι Σμάρια θάμνοι βαλανιδιάς, κόπατσια Σνάζω τινάζω, κουνώ Σούγλα σούβλα Σούρδεψαχάζεψα Σουρουκιάζω μαχαιρώνω Σουρτουκεύω γυρίζω παντού απρόσκλητος, γκιζιρώ Σοφράς χαμηλό στρογγυλό τραπέζι Στέντζιουρας ξύλινος κέδρινος στύλος στο κέντρο του αλωνιού Στέρφα άγονη γίδα ή προβατίνα Στούμπους γουδοχέρι, κοντός άνθρωπος Στούραβος στιφός Στραγγουλνώ στραμπουλώ Στράνιαρούχα Στρέκλα είδος εντόμου που τσιμπάει τα γελάδια και αφηνιάζουν Στρέκλιασμα αφηνιασμός βοοειδών Στριμπάδα φθορά αντικειμένου ξύλινου ή μεταλλικού Στρουμπί μικρόκομμάτι κορμού δένδρου για κάθισμα Σώνομαι τελειώνω, χάνομαι (σώθκαν τα παλικάρια, η μέρα σώνεται) Σώυρος κύκλος Σιουλναρίζω ξεπλένω τα ρούχα στη βρύση (σουλνάρσε τα ρούχα) |
Τ |
|
Τα μπάκα μπουσουλώντας Τα πίπκα μπρούμητα Ταβάς μικρό μπρούτζινο ταψί Ταλαγάν μάλλινο υφαντό επανωφόρι Ταίριασμα συμφωνία απασχόλησης τσομπάνη και κτηνοτρόφου, ταίριασμα Ταχιά αύριο Τζαουνίζω γκρινιάζω (τι τζαουνίζ) Τζιβώνω κλείνω τα μάτια Τζιουμπανίκα μεγάλη χοντρή βέργα από κρανιά Τζούκα κοιλιά Τζουτζουβές μπρίκι Τίνγκα γεμάτος μέχρι πάνω Τιργιάζου ταιριάζω, κάνω συμφωνία με τον τσοπάνη Τκελδικέλλι, δίκρανο εργαλείο Τσαγκαρσούλ σουβλί τσαγκάρικο Τσάζω επιθυμώ έντονα, λαχταρώ (έτσαξε να τον δει) Τσαλιάζω λιατσάζω, λιώνω με πάτημα Τσαούλ σαγόνι Τσάρκος προστατευτική περίφραξη του κοπαδιού, λάκκος που βάζουν τα κάστανα με τη ζούνα και τα αφήνουν σκεπασμένα με φτέρες τον Οκτώβριο και Νοέμβριο για να διαχωριστούν Τσαρτσαράκους βρύση που στάζει λίγο νερό Τσάτσαέκφραση τραγουδιού σε παιχνίδι (τσάτσα κυράτσα στρώσε μια ψάθα ν΄άρθω βράδ΄ να μείνω το ταχιά να φύγω) Τσέπα πέτσα Τσέρους είδος βαλανιδιάς Τσιαλιάζου λιατσάζω, λιώνω με πάτημα Τσιαμαντάν γυναικείο επανωφόρι Τσιανάκ τσανάκι, σκεύος μαγειρικής , άνθρωπος κακής πάστας (είναι ένα τσιανάκ αυτός) Τσιαούλ σαγόνι Τσιαπούγκος σβέλτος Τσιασίτ είδος, αναφερόμενο σε πρόσωπα και αντικείμενα, (άλλο τσιασίτ αυτός: αυτός είναι άλλος άνθρωπος, άλλο είδος ανθρώπου) Τσιόκους ξύλινο ή μεταλλικό σφυρί Τσιούγκους κουλοχέρης, μ.τ.φ.αδέξιος Τσιουκαλνώ χτυπάω με σφυρί και κάνω θόρυβο), οι εσωτερικοί χτύποι πονεμένου μέρους του σώματος (με τσιουκαλνάει το πόδι) Τσίρλα διάρροια |
μαλλιού που μπαίνει στην ρόκα για γνέσιμο Τλούπα ποσότητα Τ νάζου τινάζω Το σκυλός βρισιά Τουρός πατημασιές πορείας (δες τον τουρό: την πορεία), διάδρομος στο χιόνι ανοιγμένος με τα πόδια (ανοίγω τουρό) Τραγατσίκα δερμάτινος σάκος για μεταφορά τροφίμων του τσοπάνη Τράκα είδος κουδούνας πεπλατυσμένης Τρανεύου μεγαλώνω (το παιδί τράνεψε) Τρανός μεγάλος Τραπέτς κατάξινο, πάρα πολύ ξινό και στυφό Τρουβάς τορβάς Τσαγκάδια κοπάδι που αποτελείται από λιγοστά γίδια πολλών χωριανών Τσιουκάν είδος μικρού κουδουνιού Τσουκλιατάωκουνάω το δοχείο να ανακατευτεί το περιεχόμενο Τσιουκρίκ τσικρίκι, εργαλείο για γνέσιμο χονδρής μάλλινης κλωστής για υφάδι Τσιουλέγκα τσιλίκα (παχνίδι) Τσιουλνώ τινάζω το δένδρο για να μαζέψω τον καρπό Τσιουμπώ στουμπίζω Τσιουρίζω σφυρίζω Τσιουτάλα μακριά ξύλινη ράβδος για το τίναγμα των καρπών Τσιπουριάζομαιγρατζουνιέμαι, πιάνεται κλωστή του ρούχου, σχίζεται ελαφρά το ρούχο (που τσιπουριάστηκες) Τσιπουρίζουν (τα μάτια)μου καίνε, μου βαραίνουν τα μάτια από τη νύστα Τσκάλι τσουκάλι Τσορτσόβλαχος κορυφαίος βλάχος Τσουκλιατάρα δρυοκολάπτης Τσουλνώ κτυπώ με το ραβδί να ρίξω κάτω τον καρπό του δένδρου Τσούμα αγρός στο πάνω μέρος της πλαγιάς Τσουμπώ στουμπίζω (τσούμπσε το γόνατο) Τσούπρα κορίτσι Τσουτίνια ρίγος ανατριχίλα Τσουτνιάζω ανατριχιάζω από το κρύο Τσουτσουλιάνους είδος πουλιού Τσουτσούλιαρς, Τσουτσούλου άνδρας,γυναίκα που τσουτσουλιώνεται Τσουτσουλώνομαι στολίζομαι Τσουτσουλωτός καμαρωτός |
Υ |
Φ |
Ύπιργα καρποφόρα δένδρα Υπιτώρ - Υπιτώρια πιτώρια Υφάδι υφάδι Ύψουμα ύψωμα, λόφος, το πρόσφορο στην εκκλησία |
Φακιόλ είδος βαμβακερού λεπτού μαντηλιού Φέξ το φως (έξω έχει φεξ - μου πήρες τη φεξ απ΄τα μάτια: με κατατρόπωσες) Φέτου εφέτος |
Φιτισνό φετινό Φλεύου φιλεύω Φλουέρα φλογέρα Φλουκάτ φλοκάτη Φότσια είδος μαχαιριού, σουγιάς Φουκάλ σκούπα Φουκάλισα σκούπισα Φουκαλνώ σκουπίζω Φουλτάκ-ια φούσκες στο σώμα Φουλτάκιασα γέμισα φούσκες |
Φλέντζαμεγάλη ολόκληρη φέτα ψωμιού από μεγάλο καρβέλι Φούρλα σφούρλα, στροφή γύρω από τον εαυτό του Φουρλατίζω πετάω με δύναμη και νεύρα κάτι Φουρλάτ’σα πέταξα με δύναμη και νεύρα κάτι Φουρλατώ φουρλατίζω Φουρλέτσκου ξύλινο πώμα από πυξάρι μαζί με τη βάση του για το ασκί |
Χ |
|
Χαβάν το ξύλο με το οποίο χτυπάνε το τυρί στο βαρέλι, χαβάνι Χαιβάν ζώο, βλάκας Χαΐρ προκοπή Χαϊρλίτικα ευχή για νεόνυμφους να ζήσουν, να προκόψουν Χαράλι μεγάλο μάλλινο υφαντό τσουβάλι Χαταλίκι ελάττωμα (έχεις μεγάλο χαταλίκι) Χειρόβολο το στέλεχος (καλάμι) της βρίζας για το δέσιμο δεματιών Χλιάρας βλάκας,ακαμάτης Χλιάρι κουτάλι Χνέρ χουνέρι Χνιόπωρος Φθινόπωρο Χνούδαλο μικρό και αδύναμο πλάσμα (τότε που έγιναν αυτά ήμαν χνούδαλο) Χούι ελάττωμα |
Χαλές αποχωρητήριο Χαλεύου χαλεύω, ζητώ Χαλεύω χαλεύου Χαλνώ χαλάω Χάμουργκας τυφλοπόντικας Χαραή πρωΐ, χάραμα Χουιάζου φωνάζω για να φύγει, διώχνω με φωνές Χουρχουλιάζ κοχλάζει, αναβράζει, βράζει δυνατά (χουρχουλιάζ το νερό) Χουσάφια κουσιάφια Χουσμέτι κουσμέτι Χπάραπαιχνίδι με φύλλο φυτού, σφυρίχτρα από σαμπούκο (είσαι χπάρας: είσαι μάπας); Χπαριά η ιτιά Χτώ χτίζω |
Ψ |
Ιδιωματισμοί |
Ψιχαλνάει ψιχαλίζει Ψουμώνου γίνομαι γερός, παχαίνω Ψ΄χός ημέρα των ψυχών (Ψυχοσάββατο) |
Νε αυτό νε τ΄ άλλο – ούτε αυτό ούτε το άλλο Άι σιαπέρα, Ζλάπ με το ζλαπς Αυτός είναι κανκάνας Είσαι ντιπ κατά ντιπ, Χαμένο παρτάλ |